Έφυγα από την δουλειά το πρωί και έκανα μια βόλτα σε μια πόλη που ξυπνούσε. Γύρω μου παιδιά περιμένανε τα λεωφορεία που θα τους πηγαίναν στο σχολείο. Φοιτητές ξενυχτισμένοι περπατούσαν δίπλα μου γελώντας δυνατά. Άνθρωποι πηγαίναν στη δουλειά. Στάθηκα στην Αριστοτέλους για λίγο, ο κόσμος περπατούσε βιαστικά, ωστόσο είχε μία απέραντη ησυχία. Ένιωσα την γη να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και μου ήρθαν στο νου στιγμές από μια διαφορετική ζωή.
Ήταν πάλι πρωί εκείνη την ημέρα. Είχα τελειώσει τη βάρδια μου και πήγα στην κουζίνα, χαιρέτησα τον μάγειρα κουνώντας το κεφάλι μου σιωπηλά, Δεν του μίλησα, πείρα ένα ζεστό και ανέβηκα στο κατάστρωμα. Ο ήλιος μόλις άρχισε να σηκώνεται και το κρύο στο πρόσωπο μου ξύπνησε τις αισθήσεις. Ο φρέσκος αέρας γέμισε τα πνευμόνια μου και τα αρώματα τις θάλασσας την ψυχή μου.
Σε 48 ώρες φτάνουμε στο επόμενο λιμάνι. Το κατάστρωμα μύριζε πετρέλαιο και σκουριά. Πόσο καιρός είχε περάσει από τότε που πάτησα το πόδι μου στη γη; Πότε σταματήσαμε να μιλάμε μεταξύ μας στο καράβι; Ο ίδιος κύκλος συνέχεια. Φεύγουμε από ένα λιμάνι γεμάτοι ενέργεια, μετά από λίγο κουραζόμαστε, δεν αντέχουμε ο ένας τον άλλον. Πριν το καταλάβουμε γινόμαστε ένα με την ρουτίνα της δουλειάς και μετά από λίγο σταματάμε να μιλάμε μεταξύ μας. Μέχρι το επόμενο λιμάνι.
Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα. Γεμίζουν οι μπαταρίες μας και γινόμαστε δραστήριοι, όσο και αν αγαπάς την Θάλασσα πάντα χαίρεσαι όταν πλησιάζεις την στεριά. Σήμερα θα ξαναρχίσουμε να μιλάμε μεταξύ μας. Θα αρχίσουν πάλι τα αστεία και τα πειράγματα. Όλοι περιμένουν να δουν με ποιο μαγικό τρόπο θα καταφέρει ο Χ. να τα βγάλει πέρα στη στεριά παρόλο που δεν μιλάει καμία γλώσσα. Όσο θα είμαστε στο λιμάνι θα διασκορπιστούμε κανένας δεν θέλει να βλέπει τον άλλον στις λίγες στιγμές ελευθερίας μας. Είμαστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας. Ωστόσο βρίσκουμε πάντα τρόπους να επιβιώνουμε μέσα σε αυτό το σιδερένιο κήτος.
Ξημέρωσε, επιτέλους χαλάρωσα. Άρχισε η νύστα να με τυλίγει.Ξεκίνησα για να μπω μέσα στο πλοίο όταν μια σκιά στα αριστερά μου κίνησε την περιέργεια.. Μία όρκα; Σπάνια βλέπεις αυτό το περήφανο θηλαστικό. Ταξιδεύει γρήγορα στο νερό παρόλο το βάρος του."Άραγε το είδε κανείς άλλος;" σκέφθηκα. "Τι ήταν αυτό;!"
Ξύπνησα στο κρεβάτι μου; Κοίταξα το ρολόι 7 το απόγευμα...Πως βρέθηκα εδώ; Τι μέρα είναι; Που πήγε το καράβι; Γιατί νιώθω σαν να λείπει κάτι; Σύντομα θα φύγω πάλι στη δουλειά, σύντομα θα ξανακούσω τις σειρήνες.... Θα σταματήσει ποτέ να με καλεί η Θάλασσα;