Προσοχή παρακαλώ !!!

Πριν από λίγα λεπτά έφτασε στο mailbox μου ένα email με θέμα «FW: pls diavaste to...». Από το θέμα του και μόνο ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για κάποιο spam-mail και φανταζόμουν ότι το περιεχόμενο του θα ήταν της μορφής «αν δεν το προωθήσεις σε δύο ώρες θα έχεις γρουσουζιά/ θα πάθεις ατύχημα/ δε θα σου σηκώνεται/ κτλ μέχρι να ασπρίσουν τα μαλλιά σου». Φανταζόμουν ότι θα επρόκειτο για ένα ακόμα γλυκανάλατο παιχνιδάκι, σαν αυτά που καταφθάνουν ανά δεκάδες καθημερινά στο mailbox μου.

Περιέργως, αντί να το διαγράψω χωρίς καν να το διαβάσω, κάτι μου έλεγε πως πρέπει να του ρίξω μια ματιά. Ίσως γιατί ο αποστολέας του δεν άνηκε στα άτομα που συνήθιζαν να στέλνουν ανούσια mails. Και προς μεγάλη μου έκπληξη αντίκρισα το ακόλουθο κείμενο (sic):


Συνέβη στο Παρίσι πρόσφατα και μπορεί να συμβεί και αλλού. Μερικές εβδομάδες πριν, στον κινηματογράφο, μια κοπέλα αισθάνθηκε κάτι στο κάθισμά της. Όταν σηκώθηκε να δει τι ήταν, είδε μια βελόνα να βγαίνει από το κάθισμα με ένα συνημμένο 'εσείς μολυνθήκατε μόλις από το HIV. '
Το κέντρο ελέγχου ασθενειών (στο Παρίσι) εκθέτει πολλά παρόμοια γεγονότα από πολλές άλλες πόλεις. Όλες οι δοκιμασμένες βελόνες ήταν θετικό HIV. Το κέντρο επίσης αναφέρει ότι οι βελόνες έχουν βρεθεί στους διανομείς μετρητών, σε δημόσιες τραπεζικές μηχανές.
Ζητάμε ο καθένας να προσέχει όταν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους καταστάσεις. Όλες οι δημόσιες καρέκλες, τα καθίσματα πρέπει να επιθεωρούνται με προσοχή πριν από κάθε χρήση. Μία προσεκτική οπτική επιθεώρηση πρέπει να είναι αρκετή. Επιπλέον, ζητούμε ο κάθε ένας από σας να περάσει αυτό το μήνυμα σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του και των φίλων του.
Πρόσφατα, ένας γιατρός έχει διηγηθεί μια κάπως παρόμοια περίπτωση που συνέβη σε έναν από τους ασθενείς του στον κινηματογράφο Priya στο Δελχί.
Ένα νέο κορίτσι, που επρόκειτο να παντρευτεί σε μερικούς μήνες, τσιμπήθηκε, ενώ παρακολουθούσε έργο στον κινηματογράφο. Η ετικέτα με τη βελόνα είχε μήνυμα “υποδοχή στον κόσμο της οικογένειας HIV”. Αν και οι γιατροί είπαν στην οικογένειά της ότι απαιτούνται περίπου 6 μήνες πριν ο ιός γίνει ισχυρός για να αρχίσει το επιδρά στον οργανισμό και ότι ένα υγιές θύμα θα μπορούσε να ζήσει περίπου 5-6 έτη, το κορίτσι πέθανε σε 4 μήνες.

Όλοι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις δημόσιες θέσεις. Σκεφτείτε ακριβώς τη διάσωση μιας ζωής με την αποστολή αυτού του μηνύματος.
Παρακαλώ, δώστε μερικά δευτερόλεπτα του χρόνου σας και στείλτε αυτό το e-mail σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορείτε.


Ομολογουμένως σοκαρίστηκα! Οι γνώσεις που έχω για τον HIV από τα μαθήματα στη σχολή και την προσωπική ευαισθητοποίηση μου επέτρεπαν να γνωρίζω πως μια τέτοια μόλυνση θα ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί. Πόσο μάλλον τα περιστατικά που αναφέρονται. Το μήνυμα φαίνεται πως είναι γραμμένο χωρίς καμία επιστημονική βάση και τα γεγονότα που παρατίθενται είναι αποκυήματα της φαντασίας κάποιου κακόβουλου ή κλινικά ηλίθιου που ξεκίνησε αυτήν την «αλυσίδα» μηνυμάτων -θέλω αγαθά να πιστεύω- για προσωπική του διασκέδαση.

Επειδή, ωστόσο, δεν είμαι σε θέση ακόμα να εμπιστεύομαι απόλυτα τις γνώσεις μου, έκανα μια mini-έρευνα στο διαδίκτυο, να δω αν τα περιστατικά αληθεύουν. Και χωρίς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι όντως το μήνυμα δεν είχε καμία επιστημονική/ επιδημιολογική/ αληθή βάση (http://www.avert.org/faq1.htm#q10 & http://www.cdc.gov/hiv/resources/qa/hoax1.htm).

Άλλωστε οι πηγές που επικαλείται το mail είναι απόλυτα συγκεχυμένες και επισφαλείς: «ένας γιατρός...στο Δελχί», «ένα νέο κορίτσι...πέθανε σε 4 μήνες» (sic!)

Με ιδιαίτερο εκνευρισμό, θλίψη και αποστροφή (για το δημιουργό του κειμένου) αποφάσισα να δημοσιοποιήσω αυτό το mail και να καταγγείλω δημόσια την οικτρή και αποτρόπαια αυτή πράξη. Δεν θα μπω στη διαδικασία να ενοχοποιήσω τα άτομα που συνέχισαν την αλυσίδα. Η άγνοια και η αμάθεια ίσως να έπαιξαν το μέγιστο ρόλο σε αυτό. Ωστόσο, ο αρχικός αποστολέας του μηνύματος αυτού δεν μπορεί παρά να είναι ένα άτομο με πολύ δόλιες και υποχθόνιες προθέσεις ή μακάβρια άσχημο χιούμορ (αν μπορεί να αποκαλεσθεί έτσι αυτού του είδους η ανοησία). Το καλό που ευαγγελίζεται να κάνει αυτό το κείμενο δεν μπορεί ούτε να συγκριθεί με το πολλαπλάσιο κακό που προκαλεί.

Κακά τα ψέματα, ζούμε σε μία κοινωνία φόβου και ρατσισμού. Η έννοια του HIV είναι λίγο έως πολύ γνωστή σε όλους. Ωστόσο στους περισσότερους είναι -απλώς- «λίγο» γνωστή. Και ως γνωστόν, η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας.

Τα συναισθήματα φόβου και πανικού που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό το κείμενο και οι απορρέουσες ρατσιστικές συμπεριφορές, νομίζω πως θα δημιουργούσαν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στην ομάδα ανθρώπων που έχουν την ατυχία να αποτελούν φορείς του ιού, συγκριτικά με τις ζωές που θα «διασώσει» (sic!) αν όλοι αρχίσουμε υστερικά να εξετάζουμε τα δημόσια καθίσματα.

Η μάχη κατά του HIV/AIDS δεν έχει ως όπλα το φόβο, τον ρατσισμό, την υστερία και τη δαιμονοποίηση, αλλά την ενημέρωση, την πληροφόρηση και την ορθολογική πρόληψη. Ας σοβαρευτούμε λοιπόν όλοι και ας κρατήσουμε την στάση που αρμόζει!

Θα παρακαλέσω, λοιπόν, οποιονδήποτε διαβάσει αυτό το post και τύχει παραλήπτης του συγκεκριμένου email να μην το προωθήσει, συμμετέχοντας σε αυτό το «τσίρκο εντυπώσεων». Για όσους το έχουν ήδη λάβει και προωθήσει, θα παρακαλούσα να ενημερώσουν τους παραλήπτες για τη σαθρότητα και αβασιμότητα του περιεχομένου του μηνύματος.


«Οι πληγές επουλώνονται με αγάπη, όχι με φόβο...»

Life is beautiful that way












A
girl in love with a girl
A girl in love with a girl who was a boy
A girl in love with a boy who was a girl
A girl in love with a boy or a girl
A girl in love with a boy

A
boy in love with a girl
A boy in love with a girl or a boy
A boy in love with a girl who was a boy
A boy in love with a boy who was a girl
A boy in love with a boy


Life is so beautiful that way...



Το άγχος της τετραετίας

Τον τελευταίο καιρό συζητώντας με φίλους, γνωστούς και συμφοιτητές, διαπιστώνω ένα γενικευμένο άγχος. Ένα παραλήρημα και μια αίσθηση ότι ο χρόνος τρέχει απειλητικά γρήγορα.

Οι ρυθμοί τους έχουν αλλάξει. Έχουν βάλει πέμπτη και τρέχουν όλοι μανιωδώς σε έναν αγώνα ταχύτητας χωρίς τερματισμό. Έχει χαθεί η έννοια των ανέμελων φοιτητικών χρόνων. Έχουν πάψει να μας αφορούν θέματα του «τώρα». Όλοι κοιτάζουν μπροστά. Ίσως τόσο μπροστά ώστε να μην διακρίνουν αυτό που προσπαθούν να δουν. Προσπαθούν να προλάβουν κάτι. Να προφτάσουν αυτό που έρχεται. Να αποφύγουν το να μείνουν πίσω.

Έχω ακούσει να λένε για «τον άντρα της ζωής τους», για γάμους και παντρειές. Έχω ακούσει να λένε για σταθερή εργασία και μεροκάματο. Έχω ακούσει να λένε για οικογένεια και παιδιά. Έχω ακούσει να λένε για όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που κάθε άνθρωπος ονειρεύεται να χαρίσει στον εαυτό του, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία.

Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι τα παιδιά που ένα εξάμηνο πριν ήταν ακόμα «παιδιά», ξαφνικά αποφάσισαν να μεγαλώσουν.

Νιώθω ορισμένες στιγμές (ίσως σε αυτό να φταίει ότι η δική μου σχολή είναι εξαετούς φοίτησης, ίσως απλά ότι αρνούμαι να μεγαλώσω) ότι η Χώρα του Ποτέ που είχαμε χτίσει στη Λάρισα έχει αρχίσει να ερημώνει... Τα «χαμένα παιδιά» έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν κι εγώ να μένω πίσω, φωνάζοντας με όλη τη δύναμη της σιωπής μου “No Wendy, don’t go!!”. Προσπαθώντας ίσως να κρατήσω πίσω και τη δικιά μου νιότη. Γιατί φοβάμαι να μεγαλώσω. Φοβάμαι ότι αν αφήσω τον εαυτό μου να φύγει από αυτήν την Χώρα του Ποτέ, θα αρχίσει να ψάχνει το Αύριο. Τα προβλήματα μου δε θα είναι το «κρυφτό με τον Hook». Θα πρέπει να στεναχωριέμαι και να αγχώνομαι για πράγματα που τώρα μου φαίνονται μακρινά και ανούσια. Θα πρέπει τα ψέματα που θα λέω να μην είναι παιδικά αστεία, αλλά δόλιες και στοχευόμενες παγίδες. Θα πρέπει αυτά που λέω να μην είναι οι σκέψεις μου, αλλά οι καθρέφτες όσων οι άλλοι θέλουν να ακούσουν. Θα πρέπει -για να κερδίσω- να μην τρέξω δίκαια, αλλά να χρησιμοποιήσω κάθε μέσο που θα μου δίνεται.

Κι όμως, τώρα που βλέπω τη ζωή ακόμα από ψηλά, όλα αυτά μου φαίνονται ένα παιχνίδι. Ίσως δύσκολο, αλλά παιχνίδι. Το Αύριο, το Γιατί, το Πώς. Ένα πολύ καλά στημένο και δύσκολο παιχνίδι που μπορώ να παίξω. Κοιτάζοντας όμως τους «μεγάλους» γύρω μου, παρατηρώ ότι σταμάτησαν να το βλέπουν ως παιχνίδι. Σταμάτησαν να βλέπουν τη χαρά που κρύβει μέσα τους το παιχνίδι και αφοσιώνονται στο να το «κερδίσουν». Για να φτάσουν πού; Στο τέρμα; Και μετά; Μετά τι θα κάνουν; Όταν το παιχνίδι θα έχει τελειώσει και όταν θα έχουν χάσει τη χαρά ακόμα και των αποτυχιών...

Και συνειδητοποιώ πως όλη αυτή η μανιακή καταδίωξη του αύριο πηγάζει από το γεγονός ότι είμαστε πλέον στο 4ο έτος. Το τελευταίο έτος για τους περισσότερους της παρέας μου. το έτος που «κλείνουν» παλιούς λογαριασμούς, χωρίς να ανοίγουν καινούριους, γιατί απλά δεν τους φτάνει ο χρόνος που έχουν στη διάθεση τους (και γενικά στη Λάρισα και ειδικά, λόγω υποχρεώσεων/εργασιών κτλ κτλ)

Πριν αφήσω το ποτάμι κι εγώ να με παρασύρει, θα φωνάζω! Θα φωνάξω σε όλους να μείνουν μαζί μου. Εδώ πίσω. Θα αφήσω τον φόβο μου να γίνει η ασπίδα μου! δε θα μεγαλώσω! Όχι πριν εξαντλήσω κάθε μου εναλλακτική. Μου αρέσει πολύ περισσότερο εδώ. Ακόμα κι αν χρειαστεί να μείνω μόνος στο τέλος, θα έχω συντροφιά μου την νεραϊδόσκονη και τη φοιτητική μου ζωή. Μέχρι το τελευταίο λεπτό που θα είμαι στη Λάρισα...


Ο έρωτας με έρωτα περνάει (;)

Μιλούσα στο τηλέφωνο σήμερα με ένα γνωστό και -χωρίς να το καταλάβω- διατύπωσα το εξής:

«Ο έρωτας με έρωτα περνάει ή απλά πληρώνει ο επόμενος τα σπασμένα;»

Ήταν μια ερώτηση που πάντα με προβλημάτιζε! Όταν ο κόσμος που έχεις πλάσει μαζί με κάποιον άνθρωπο αρχίζει να καταρρέει (γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι είναι οι gay που δεν φτιάχνουν στο μυαλό τους ροζ συννεφάκια και όμορφα σπιτάκια στην εξοχή, όταν ακούνε για σχέση) τι πρέπει να κάνεις;



Πρέπει να κατεβάσεις τους διακόπτες και να μείνεις λίγο με τον εαυτό σου, ώστε να κάνεις αυτήν την περιβόητη αυτοκριτική/ενδοσκόπηση; Μα είναι γνωστό ότι πονάει πολύ και ειδικά τον πρώτο καιρό η μοναξιά. Και μάλιστα, όσο μεγαλύτερη η σχέση, τόσο μεγαλύτερη και η δύναμη της συνήθειας.

Όταν έχεις μάθει στη σιγουριά της σχέσης. Όταν έχεις συνηθίσει την παρουσία κάποιου. Όταν έχεις κάνει τόση προσπάθεια να εξοικειωθείς με τις παραξενιές του. Όταν έχεις αφήσει πίσω πολλές δικές σου συνήθειες, για να «εφάπτεσαι» με τον άλλο. Πώς ξαφνικά να τα αρνηθείς όλα αυτά και να μείνεις μόνος;

Και στις φωνούλες που μιλούν μέσα στο κεφάλι σου και σου προστάζουν να προσπαθήσεις ξανά, τι θα τους απαντήσεις; Έχεις προσπαθήσει ποτέ να κόψεις το κάπνισμα; Μια συνήθεια που συνδυάζεται με πολλές πτυχές τις καθημερινότητας! Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην μπορείς να γευτείς τον καπνό; Όσο σιχαμένη γεύση κι αν έχει! Είναι μέρος του "εγώ" σου! Ξέρεις, λοιπόν, τι είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην μπορείς να γευτείς τα χείλη του άλλου; Όσο πικρό κι αν είναι το φιλί τους… Πώς να κατεβάσεις διακόπτες και να μείνεις στο σκοτάδι;

Σε κανέναν δεν αξίζει η μοναξιά!



Αν ίσως προσπαθούσες να ζήσεις τα ίδια ή εντελώς διαφορετικά με κάποιον άλλο; Ακούγεται πιο εύκολο. Είναι όμως; Είναι εύκολο να αλλάξεις τόσο γρήγορα συνήθειες; Είναι εύκολο να αναπρογραμματίσεις το ρυθμό σου, ώστε να παράγει μια αρμονική μελωδία με το ρυθμό κάποιου άλλου; Ειδικά όταν έχεις τις παραφωνίες των αναμνήσεων να σου καταστρέφουν την τονικότητα...

Και αν αποτύχεις να το κάνεις; Έχεις το δικαίωμα να πάρεις μαζί σου κάποιον «to the bottom of the barrel»; Σαφώς και ο καθένας μας «εν γνώση» του συνάπτει μια σχέση. Αλλά δεν έχουμε ευθύνη απέναντι στον άλλο; Ειδικά αν ξέρουμε ότι ακόμα δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε στα δικά μας πόδια.

Η σχέση είναι ένα περπάτημα σε τεντωμένο σχοινί. Ισορροπίες και βήματα προσεκτικά. Και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο αν κάποιος κουνάει αυτό το σχοινί. Και αυτός ο άλλος είναι η «μνήμη». Είναι όσα έχουν αποτυπωθεί μέσα μας! Γιατί -χωρίς υπερβολή- πάντα συγκρίνουμε. Πάντα πορευόμαστε με όσα έχουμε ήδη γνωρίσει. Κάθε καινούρια γεύση χαρακτηρίζεται υποσυνείδητα με χρώματα από την παλέτα των γεύσεων που έχουμε ήδη δοκιμάσει!

Έχουμε δικαίωμα να «πειραματιζόμαστε» με ανθρώπους; Ακόμα κι αν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα των συναισθημάτων!



Ορισμένες φορές είναι τόσο δύσκολο να είσαι ενήλικος!

"Eh maman! Pourquoi je suis pas un garcon?"


...έχουν τις τύχες τις καλές

Η συνέχεια του post Μας την πέσανε:

Πήγαμε τελικά και την επόμενη μέρα στο ίδιο καφέ, με τον Α. και την Ε. ελπίζοντας να πετύχουμε τον Mr. Sweet-Face να εργάζεται. Χαμένος χρόνος! Προφανώς είχε ρεπό εκείνη τη μέρα.
Καθίσαμε στο ίδιο τραπεζάκι, παραγγείλαμε ακριβώς τα ίδια και απλά αφήσαμε δύο ώρες της ημέρας (την νύχτας, για να είμαι ακριβής) να περάσουν μάταια...

Έλα όμως που με ξέρω τόσο καλά ώστε να προβλέψω ότι δε θα σταματούσα να πηγαίνω σε αυτό το μαγαζί, μέχρι να ικανοποιήσω την περιέργεια μου (ναι θα το παραδεχτώ! Και τον εγωισμό μου)

Πήρα λοιπόν παραμάσχαλα την Ν. και την μεθεπόμενη μέρα ήμασταν πάλι εκεί! Την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος! Το μόνο που έμενε να διαπιστώσουμε ήταν, αν ήταν κι αυτός εκεί... Περιμέναμε, ανάψαμε τσιγάρο, τα είπαμε και λίγο και... να ‘τος!!!

Ανέβαινε τις σκάλες όταν γύρισα το κεφάλι μου και τον πρόσεξα! Ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ όσο τον θυμόμουν την πρώτη φορά! Και εγώ είχα τη σιγουριά της Ν. δίπλα μου (μεγάλη του γένους δασκάλα σε θέματα garcons-barmen).

Παραγγείλαμε τους καφέδες μας (εγώ με ένα χαμόγελο «ωραία αυτά τα ecstasy» και η Ν. με το βλέμμα X-ray να αναλύει κάθε του κίνηση, μήπως και φτάσει αυτή σε κάποιο συμπέρασμα). Μας τους έφερε και έφυγε...

«Κατάλαβες τι έγινε τώρα;» την ρώτησα. «Μήπως έφυγε λίγο γρήγορα;». Το πρώτο σημάδι!

Η συμβουλή της Ν. ήταν να μην βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα, πριν δούμε κι άλλες του κινήσεις (πόσο γρήγορα γίνεται βαρετό αυτό το παιχνίδι, όταν αρχίζεις να μην έχεις καλά σημάδια;)

Περιμέναμε λοιπόν. Κατ’ εντολή της Ν. εγώ ήπια και τα δύο ποτήρια νερό, προκειμένου να τον φέρουμε στο τραπέζι, για να τα ανανεώσει... Ήρθε, τα αντικατέστησε, ειπώθηκε και κάτι τελείως τυπικό και συνέχισε τη δουλειά του...

Φ.: «Ν. μου, χάνουμε τον χρόνο μας, μου φαίνεται»
Ν.: «Σταμάτα να παραπονιέσαι και πίνε εσύ! Θα δείξει»

Σταματάω λοιπόν και πίνω κι εγώ! Άλλα δύο ποτήρια νερό... Άλλη μία ανανέωση τους από τον Mr. Sweet-Face. Λίγα και εντελώς ουδέτερα ειπώθηκαν και πάλι. Και να ‘μια πάλι να πίνω νερό, προκειμένου να ξαναέρθει...

Αφού λοιπόν, πίνε-πίνε έφτασα στα όρια του τυμπανισμού, με το φόβο ότι θα ακολουθούσε μια αβάσταχτη πορεία μέχρι το σπίτι, προκειμένου να τα αποβάλω, κατάφερα και τα ξανα-άδειασα τα ποτήρια.

«Ή τώρα ή ποτέ!» σκέφτηκα. Θα έπρεπε να του μιλήσω λίγο πιο ανοιχτά, μήπως και κάνει τίποτα... Στο κάτω-κάτω δεν χωράει άλλο νερό στο στομάχι μου! περιμέναμε λοιπόν για λίγο και βλέπω τον δίσκο να εμφανίζεται στη στροφή της σκάλας... Ανέβαινε, ανέβαινε και... τον κρατούσε μια κοπέλα!

Ν.: «Είναι οκτώ και δέκα. Μάλλον θα σχόλασε αυτός. Πάμε»

Και μου το λες τώρα καλή μου Ν.; Δεν μπορούσες να κοιτάξεις το ρολόι σου δέκα λεπτά πριν; Το πλήρως εξοπλισμένο ενυδρείο που κατασκεύασα στην κοιλιά μου τι θα το κάνω τώρα;

Τελικά φύγαμε. Το συζητήσαμε και λίγο στο δρόμο και καταλήξαμε ότι μάλλον για την Ε. προορίζονταν οι «γλύκες» της προηγούμενης φοράς.

Αυτό για να μάθεις Phoebus ότι θαύματα στη Λάρισα ΔΕΝ γίνονται!

Τελικά ούτε τον εγωισμό σου ικανοποίησες! Ούτε τον καφέ σου απόλαυσες (περιέργως ήταν λίγο νερόβραστος ο espresso εκείνο το βράδυ). Τουλάχιστον αποτοξινώθηκες με τόσο νερό που ήπιες… Έμεινε και κάτι καλό!


Το τραγουδάκι «ειδική αφιέρωση» σε μένα...



Αιωνία του η μνήμη...

Έλα που σηκώθηκα ορεξάτος σήμερα, βρήκα και το φτυάρι το παλιό στην ντουλάπα (την οποία ακόμα δεν έχω βρει το θάρρος να ανοίξω διάπλατη, αλλά που θα μου πάει; Μάνα σου έρχομαι...) και είπα να το ξεσκονίσω λίγο, να θυμηθεί τις μεγάλες του δόξες!

Πριν ξεκινήσω το θάψιμο, πρέπει να προηγηθεί ένα στοιχειώδες σκάψιμο (σε όσα συνέβησαν εχθές):

Μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι μιας φίλης, όλη η παρέα, για να αποχαιρετήσουμε τον Γ. που θα έφευγε σύντομα για Erasmus. Παραγγείλαμε κάτι να φάμε (αφού στην παρέα δεν υπήρχε άντρας για να μαγειρέψει, πέραν του «τιμώμενου»! Δύο gay και έξι κοπέλες μόνο! Ποιόν να εμπιστευθείς;), συζητήσαμε λίγο τα νέα της εβδομάδας και το «ρίξαμε» στο Παλέρμο!

Η ώρα κυλούσε ευχάριστα, με ένταση, ίντριγκες, δολοφονίες (Orestis λυπάμαι, αλλά έχεις σοβαρό ανταγωνισμό), πολύ γέλιο. Οι βραδιές εκείνες που δε θέλεις να τελειώσουν! Οι μισοί παλιοί γνώστες του παιχνιδιού και οι άλλοι μισοί νέοι, αλλά «θερμόαιμοι» παίκτες. Μόνο να φανταστεί μπορεί κάποιος το «δόσιμο» και τη δολοπλοκία που επικρατούσε! Οι ατάκες που ξεστομίστηκαν, δε, είναι άξιες να μείνουν στα πρακτικά της παρέας! Σίγουρα, μία από τις καλύτερες «παρτίδες» που έχω παίξει μέχρι τώρα.

Και ενώ όλοι κοιτούσαμε ύποπτα τους γύρω μας, ξαφνικά χτυπάει το κινητό της Α:
«Ναι Πέτρο μου! Στο σπίτι είμαστε. Με τα παιδιά. Παίζουμε ένα παιχνίδι»
(Ακούω το όνομα και φουρκίζομαι! Μόνο μη τυχόν και τον προσκαλέσει, σκέφτομαι.)
«Θα κάτσουμε μέχρι αργά, Πέτρο»
(Μην τον προσκαλέσει, Παναγίτσα μου, ξανασκέφτομαι)
«Δεν ξέρω! Δεν νομίζω να βγούμε καθόλου»
(Κάνε το θαύμα σου, Άγια-Λούγκρα μου, να μην τον προσκαλέσει. Βάλε το χεράκι σου – ή ό,τι άλλο θέλεις)
«Και δεν έρχεσαι βρε Πέτρο μου; Έλα! Καλά θα περάσουμε!»
(Το ξεστόμισε η καρι*λα)

Και σε λίγα λεπτά (από κάτω ήταν ο ακατονόμαστος) *τσουπ* εμφανίζεται φάντης-μπαστούνης ο κύριος!

Ένα ωραίο, ψηλό παιδί, με ωραίο σώμα -στα πρότυπα «σε βλέπω και λιώνω»- και πολύ πολύ συμπαθητικό και ερωτικό προσωπάκι. (σ.σ. διαβάζετε αποσπάσματα από το best-seller με τίτλο «Όταν πρωτογνώρισα τον Πέτρο»)

Μπαίνει μέσα, φιλάει τις τρεις από τις κοπέλες τις παρέας και στους υπόλοιπους κάνει την τιμή και τους αφήνει να τσιμπολογήσουν ψίχουλα από ένα τυπικό «γεια». Κάθεται σε μια γωνιά ήσυχα και συνεχίζουμε το παιχνίδι μας. (Κακία να πω; Θα την πω! Αφού γι’ αυτό έκανα αυτό το post... Αμφιβάλλω αν είχε αντιληφθεί το πώς παίζεται το Παλέρμο, ώστε να συμμετέχει κι αυτός)

Έλα όμως που ο διάολος δεν έχει μόνο ένα ποδάρι! Και να σου ο κύριος Πέτρος να κάνει εξωτερικές παρεμβάσεις κάθε τόσο και να ανατρέπει την πορεία του παιχνιδιού (για όσους δεν γνωρίζουν το Παλέρμο, απλά να ενημερώσω ότι η εξωτερική παρέμβαση αντιστοιχεί σε «Έχει τον Άσσο! Έχει τον Άσσο» σε παιχνίδι τράπουλας)

Κάποια στιγμή, λοιπόν, αποφάσισε ο κύριος να εγκαταλείψει τον χώρο. Χαρές και πανηγύρια (ποτέ στα φανερά) από μένα και τρία-τέσσερα ακόμη μέλη της παρέας. Επιτέλους θα συνεχίζαμε απερίσπαστοι!

Πώς θα μπορούσε όμως να φύγει, χωρίς να επιβεβαιώσει την άσχημη εικόνα που έχω σχηματίσει γι’ αυτόν;

Πέτρος: «Την σούταρα! Την έστειλα στον πατέρα της!»
Μ: «Τι ακριβώς εννοείς, Πέτρο μου;»
Πέτρος: «Τι λες να εννοώ ρε μπάζο; Την βαρέθηκα και την έστειλα στον πατέρα της! Άντρας ο Πέτρος; Ε;»
Μ: «Καλά έκανες»

Ποιος θεός τα ακούει και τα βλέπει αυτά και δεν αποτριχώνει τα φρύδια του με σελοτέιπ; Να ακούς την Μ. (η προσωποποίηση του αξιοπρεπούς και τσαμπουκαλεμένου θηλυκού) να λέει «καλά έκανες».


Και τώρα η ψυχογραφία του Πέτρου:

Είναι ωραίος. Είναι μοιραίος. Είναι μαμιάς. Είναι μέσα στη νύχτα. Έχει φίλους σε μαγαζιά. Ξέρει Dj και Barmen. Πουλάει! Και το ξέρει...

Αρχικά νόμισα πως το μίσος μου πηγάζει από κάποια μορφή ζήλιας για τα «προτερήματα του», που απλά δεν είχε τύχει να μου εμφανιστεί μέχρι τότε.
«Μήπως βρε Phoebus τον ζηλεύεις που δεν είσαι τόσο ωραίος; Μήπως τον ζηλεύεις που δεν χαιρετάς κι εσύ όλο το μαγαζί, όταν βγαίνεις κάπου;» Ερωτήματα σαν κι αυτά περνούσαν από το μυαλό μου. Μήπως έχω αλλάξει και δίνω περισσότερη σημασία στο glam; Μήπως τόσο καιρό το χλεύαζα, γιατί δεν μπορούσα να γίνω μέρος όλου αυτού; Μα όχι! Τις ευκαιρίες να το κάνω, τις είχα! Και -συνειδητά- τις πέταξα! Μήπως όμως; Μήπως κάτι άλλο; Μήπως είμαι κρυφο-ερωτευμένος μαζί του και δεν το έχω καταλάβει, το ζώον; Με τον Πέτρο; Δε θα διαφωνήσω ότι οι πρώιν μου δεν ήταν διακεκριμένα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, γνώριζαν όμως/τουλάχιστον ποιός ήταν ο δήμαρχος Αθηνών!

Όταν όμως, συζητώντας το με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας, συνειδητοποίησα πως δεν είμαι ο μόνος που έχει τέτοιου είδους προβληματισμούς, άρχισα να «απενοχοποιούμαι».

Προσπάθησα λοιπόν να δω για ποιόν ασαφή και συγκεχυμένο -για μένα- λόγο επιδιώκουν τόσο πολύ την παρέα του οι λοιπές κορασίδες τις παρέας:

Μ.: «Είναι καλό παιδί μωρέ»
(Και πολύ άντρας! Μην το ξεχνάς αυτό! Στον πατέρα της την έστειλε την άλλη)
Ν.: «Έχω μοιραστεί πράγματα μαζί του»
(Πότε έγινε αυτό καλή μου; Τα βράδια που πίνατε μαζί σφινάκια και κορδωνόσουν δίπλα του; Ή τα βράδια που τελειώναμε τα πακέτα τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο, συζητώντας για τα προσωπικά μας, χωρίς να είναι ο Πέτρος εκεί;)
Χ.: «Τον Πέτρο τον έχετε παρεξηγήσει»
(Λυπάμαι, Χ. μου, αλλά έναν άνθρωπο τον κρίνεις μόνο από όσα σου δείχνει! Το κληρονομικό χάρισμα (Λεούση, Πατέρα, κτλ κτλ) δυστυχώς δεν το έχω... Και τις φορές -ουκ ολίγες- που έτυχε να συγχνοτιστούμε, την χειρίστη των εντυπώσεων μου άφησε)

Ψάξε-ψάξε, λοιπόν, άρχισα να φτάνω στο συμπέρασμα ότι οι φίλες μου έλιωναν στην παρουσία του Πέτρου, για έναν απλό λόγο: Γιατί απλά ήταν εκεί! Δεν έβλεπα να παίρνουν κάτι από αυτόν (κάτι πλατωνικά αγαθό). Δεν έβλεπα να υπάρχουν σημεία επαφής. Κι αυτό γιατί τα κορίτσια τα ξέρω καιρό, ώστε -με βεβαιότητα- να μπορώ να πω πως δεν είναι οι τύποι ανθρώπου που θα ενδιαφερθούν μόνο για το «πού θα πιουν καφέ», «τι θα φορέσουν» και «ποιος/ποια θα τους την πέσει» (εν αντιθέσει με τον ...φτού-κακά)

Με φρίκη μου λοιπόν συνειδητοποίησα, όχι πως οι φίλες μου είναι χαζογκόμενες, αλλά πως η ομορφιά (ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από τίποτα άλλο) μπορεί και κάμπτει ακόμα και τις ισχυρότερες αντιστάσεις!

Αν έχω λοιπόν να πω μια καλή κουβέντα για τον Πέτρο, θα είναι:
«Μπράβο Πέτρο μου! Σου χαρίστηκε ένα δώρο, το οποίο έμαθες να εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο!»

Με ό,τι έχει, πορεύεται ο καθένας! Συμφωνώ απόλυτα σε αυτό!

Εγώ όμως (φανατικά επιμένω πως) ΔΕΝ θα πάρω...


Υ.Γ.: Κορίτσια, θα σας αφιερώσω ένα τραγουδάκι που βρήκα στου x-oyranoy, μου θύμισε εσάς και ήταν η αφορμή για να γράψω αυτό το post...


Μας την πέσανε!

Είχαμε αποφασίσει χθες να πάμε για καφέ με τη φίλη μου την Ε. Αν και το συζητούσαμε από νωρίς, τελικά καταλήξαμε να ψάχνουμε στις 11 το βράδυ, ποιά καφετέρια σερβίρει ακόμα καφέ.

Καθίσαμε σε μία που είχαμε από καιρό σταματήσει να πηγαίνουμε... Ελπίζαμε ότι δεν είχαν αλλάξει «συνήθειες» και θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το καφεδάκι μας.

Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο. Ήταν μόνο ένα ζευγάρι μεσήλικων και μια παρέα αντρών που προσπαθούσαν υψίφωνος να λύσουν ένα ποδοσφαιρικό θέμα, που φαινόταν να τους ταλαιπωρεί από ώρα.

Καθίσαμε και μπήκαμε αμέσως στο «ψητό». Είχαμε αρκετά πράγματα να πούμε, αφού τις τελευταίες μέρες -αν και συναντιόμασταν καθημερινά- δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να βρεθούμε οι δυο μας. Ξεκίνησε λοιπόν η Ε. να μου περιγράφει «ιστορίες από την κρύπτη». Κι εγώ, με στόμα υποβοηθούμενα κλειστό από το χέρι μου, να παρακολουθώ όσα μου έλεγε.

Είχαμε ήδη πιει τον πρώτο καφέ και πηγαίναμε για τον δεύτερο (και η Ε. και εγώ λάτρεις του espresso – θέλαμε να παραγγείλουμε και δεύτερο). Τότε ήταν που παρατηρήσαμε πόσο ευγενικός και γλυκός ήταν μαζί μας ο όμορφος τυπάκος που μας είχε σερβίρει.

«Ανήσυχα πνεύματα» και οι δύο, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα (χωρίς φυσικά να ανταλλάξουμε ούτε κουβέντα μεταξύ μας) ότι το παιδί δεν το έκανε από καθαρό επαγγελματισμό. Φάνηκε και αργότερα, πως μάλλον ήθελε να μας γνωρίσει καλύτερα...

Είχαμε όμως το εξής πρόβλημα: «σε ποιόν από τους δυο την πέφτει τώρα;»


Ε: Είσαι σοβαρός; Δεν τον είδες που σε κοιτούσε συνέχεια και χαμογελούσε;
Φ: Λες; Αποκλείεται! Γιατί μίλησε σε σένα περισσότερο; Να δεις που για σένα πάει!
Ε: Ρε σου λέω! Τόσα χρόνια κάνω παρέα με σένα και τον Α. Έμαθα να ξεχωρίζω τον gay. Εσένα θέλει!
Φ: Άκου’ με κι εμένα! Εσένα θέλει! Αλλιώς γιατί να απαντήσει ότι «μακάρι να ήταν όλοι οι πελάτες σαν εσάς», όταν του είπες πως τον κουράσαμε;
Ε: Και γιατί -παρακαλώ- σου έκανε τον «δύσκολο» όταν του ζήτησες να μας ανανεώσει το νερό;

[...]

Κάπως έτσι λοιπόν εξελισσόταν η κουβέντα μας. Πήραμε και ένα ποτήρι κρασί και ήρθε η ώρα να πληρώσουμε. Το δίλημμα παρέμενε. Την Ε. ή εμένα;

Και ξαφνικά τον βλέπουμε να ανεβαίνει κρατώντας έναν δίσκο με τρία σφινάκια. «Τώρα θα δούμε τι τρέχει» είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα. Τσουγγρίσαμε, τα ήπιαμε, τα αφήσαμε... Δυστυχώς δεν κοίταξε κάποιον «λίγο παραπάνω». Δεν είπε κάτι για να μας βγάλει από την περιέργεια.

Τελικά φύγαμε χωρίς να μάθουμε τι ακριβώς έγινε. Αποφασίσαμε όμως να ξαναπάμε, μια δεύτερη φορά (ίσως και τρίτη και τέταρτη και... και...) μέχρι να βγάλουμε μια άκρη.

Μας το αφιερώνω, γλυκιά μου Ε.: "Μια Βραδιά στο Λούκι"



Με φάρο ...την Μοναξιά

Ξάπλωνα μέσα στην αγκαλιά του. Ένιωθα τα χέρια του γύρω μου, να με κρατούν σφιχτά στην ασφάλεια και τη ζεστασία που έπλαθαν η εικόνα και το άρωμα του. Η ανάσα του, που κάποτε με είχε νανουρίσει, τώρα είχε γίνει ο ή μετρονόμος που συγχρόνιζε τις σκέψεις μου.

Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Ήξερα ότι καταλάβαινε αμέσως αυτό που είχα να του πω. Ήξερα ότι είχε απαντήσεις σε πολλές από τις ερωτήσεις μου. Ήξερα ότι είχε ζήσει όσα έζησα κι εγώ και όσα ελπίζω μια μέρα να ζήσω.

Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Θυμόμουν ότι έκανε για μένα, πράγματα που κάποιος άλλος δε θα έμπαινε ούτε στη διαδικασία να τα σκεφτεί. Θυμόμουν ότι με διεκδίκησε. Θυμόμουν ότι το ήθελα κι εγώ αυτό.

Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Τα χέρια του ζεστά και δυνατά. Αλυσίδες έτοιμες να σε δέσουν πάνω στην ευτυχία. Ο χαρακτήρας του ένα βιβλίο γεμάτο γνώσεις. Τόσο διαφορετικός από τον δικό μου. Τόσο διαφορετικός από τον χαρακτήρα των περισσότερων ανθρώπων. Τόσο όμορφα και αναπάντεχα περίεργος.

Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Ήθελα να γίνω δικός του. Ήθελα να με πάρει μαζί του με το φως της αυγής και να με κάνει βασιλιά στο κάστρο του. Ήθελα να του δώσω όσα κανένας άλλος δε με άφησε να βγάλω από μέσα μου.

Πόσο άσχημα ένιωθα. Δεν μπορούσα. Ήξερα ότι θα μπορούσα να έχω την σάρκα του. Θα μπορούσα να «κλέψω» τις ανάσες του με τα χείλι μου. Ήξερα ότι θα μπορούσα να αγγίξω για λίγο την καρδιά του. Όμως όλα αυτά για λίγο. Όσο το σκοτάδι κρατάει κρυμμένο αυτό που το φως θα μου θύμιζε. Άνηκε και ανήκει σε άλλον.

Η τραγική ειρωνεία της ζωής μου. Να βρίσκω μπροστά μου όσα έχω κάνει. Τότε άφησα τον «πρίγκιπα» να φύγει, για να μη διαλύσω μια δέσμευση, μια ανταλλαγή υποσχέσεων με έναν άνθρωπο που αποδείχτηκε το μεγαλύτερο μου λάθος. Τώρα τον αφήνω να φύγει για να μην κάνει κι αυτός το ίδιο.

Ό,τι κι αν του ζητήσω, δε θα είναι παρά ένα δάνειο. Ένα δάνειο χρόνου, συναισθήματος και πάθους. Ένα δάνειο με πρώτη δόση μετά από χρόνια ή ίσως και ποτέ.

Ήταν ένα φρικτό δίλημμα. Να θέλεις να αγγίξεις κάτι που ποθείς και να μην μπορείς. Να θέλεις να ζητήσεις κάτι που επιθυμείς και να μην μπορείς. Να θέλεις να κλέψεις κάτι που δεν σου ανήκει. Να θέλεις να πάρεις, όσα κάποτε σου προσφέρθηκαν. Και να μην μπορείς, πάλι.

Μια άγρια θάλασσα από κύματα συναισθημάτων και βροχή επιθυμιών. Ταραγμένες σκέψεις και αισθήσεις που σε ζαλίζουν. Και στο βάθος του ορίζοντα, ο φάρος της ηθικής, να σε καλωσορίζει στο ατάραχο λιμάνι της μοναξιάς.

Δυστυχώς, αν και δύσκολη, η επιλογή που έκανα ήταν προαποφασισμένη. Θα πήγαινα στο λιμάνι αυτό. Θα πήγαινα και θα περίμενα την καταιγίδα να κοπάσει, μέχρι να ξαναβγώ. Θα πήγαινα εκεί, χωρίς να φέρω την πρύμνη μου κόντρα στο κύμα. Χωρίς να πάω στον προορισμό που πρόσταζε η πυξίδα της καρδιάς μου. θα πήγαινα εκεί που ήξερα πως θα ήταν ασφαλές για εμένα και για εκείνον.

Και θα περίμενα, ένα νέο ταξίδι. Καπετάνιος σε άλλη θάλασσα και ίσως άλλη τρικυμία...


Καμβάς

Χάθηκα και επέστρεψα. Κοιμήθηκα και ξύπνησα. Έκλαψα και χαμογέλασα. Πέθανα και αναστήθηκα. Έπαθα και έμαθα. Κοίταξα μέσα μου βαθιά, στον καθρέφτη της ψυχής μου και βρήκα αυτό που έψαχνα. Εμένα. Θαμμένο στη σκόνη, στη λάσπη, στις στάχτες, στα νερά τα βρώμικα. Κατάλαβα πόσο εύκολο είναι να χάσεις κάποιον που αγαπάς, ακόμα κι αν αυτός είσαι εσύ.

Όσο καιρό «έλλειπα», απλά αφουγκραζόμουν τη ζωή μου. Και τώρα ήρθε η ώρα να κάνω το ρεπορτάζ μου.

Κάθε μέρα και μια διαφορετική ιστορία. Όλες όμως έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Μου αφήνουν και από κάτι. Κάτι που με αλλάζει λίγο. Με πλάθει. Με σβήνει και με ξαναγράφει.

Χώρισα με τον Γ. Γνώρισα ένα-δύο άλλα άτομα. Δεν έγινε τίποτα το ιδιαίτερο. Άντε λίγο σεξ, λίγη ψευδαίσθηση συντροφικότητας για λίγες μέρες, λίγο φλερτ, λίγες αγκαλιές. Και; Τι μου έμεινε από όλα αυτά;

Αν μου έκανα την ίδια ερώτηση πριν από μερικούς μήνες θα απαντούσα ίσως με κάποια πολύ άσχημη λέξη. Σήμερα, τώρα, όμως, μπορώ με σιγουριά να πω πως μου έμεινε ό,τι πολυτιμότερο έχω. Εμένα.

Οι συγκυρίες, άτιμες και πονηρές κυρίες, έφεραν έτσι τα πράγματα ώστε να «αποκλειστώ» σε έναν δικό μου κόσμο. Να ακολουθήσω μια συναισθηματική νηστεία, στο ησυχαστήριο της μοναξιάς μου. Απορώ πως δεν το έβλεπα πιο νωρίς. Προσπαθούσα να γλιτώσω από τον εαυτό μου. Προσπαθούσα να καλύψω τα κενά μου μέσα από τους άλλους. Έκανα το λάθος να ψάχνω για αυτό που μου λείπει.

Αφού δεν υπάρχει πουθενά. Κανείς δεν είναι πλασμένος (πόσο μάλλον να έχει και τη διάθεση να το κάνει) να «κουκουλώσει» τα δικά μου κενά. Αντίθετα όμως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συμπληρώνουν το «Εγώ» μου και του προσδίδουν ομορφιά.

Αυτό που τόσο καιρό έψαχνα στους άλλους ήταν χρώματα και πινέλα για να ξαναζωγραφίσω τον καμβά της ζωής μου. Να μου αλλάξουν τα χρώματα που δε μου αρέσουν. Να μου διορθώσουν τις πινελιές που ξέφυγαν. Να μου ορίσουν γραμμές και κατευθύνσεις.

Οι άνθρωποι γύρω μου, όμως, είναι μόνο το πλαίσιο. Το κάδρο μέσα στο οποίο κρέμεται ο καμβάς: Εγώ.
Όσο κι αν αλλάξεις το κάδρο, ο καμβάς μένει αναλλοίωτος.

Αυτό λοιπόν έκανα τις τελευταίες μέρες. Άλλαζα τον καμβά μου. Έψαχνα να θυμηθώ που είχα εξοστρακίσει τα δικά μου πινέλα. Και με υπομονή άρχισα να εξετάζω πιθαμή προς πιθαμή τον καμβά και να αλλάζω ότι δε μου αρέσει.

Όχι δεν έχω τόση εσωτερική δύναμη ώστε να το κάνω αυτό εθελούσια. Οι περιστάσεις με οδήγησαν βήμα-βήμα σε αυτό. Έμαθα να εμπιστεύομαι. Έμαθα να συγχωρώ και να πληγώνω. Έμαθα να χαράσσω βαθιά μέσα μου ονόματα και να σβήνω άλλα. Έμαθα να μαθαίνω.

Και τώρα είμαι πίσω. Γράφω ξανά όσα βλέπω και ακούω, όσα νιώθω και διαισθάνομαι.

Είμαι εδώ και εύχομαι μια όμορφη, νέα χρονιά!