Πήγαμε τελικά και την επόμενη μέρα στο ίδιο καφέ, με τον Α. και την Ε. ελπίζοντας να πετύχουμε τον Mr. Sweet-Face να εργάζεται. Χαμένος χρόνος! Προφανώς είχε ρεπό εκείνη τη μέρα.
Καθίσαμε στο ίδιο τραπεζάκι, παραγγείλαμε ακριβώς τα ίδια και απλά αφήσαμε δύο ώρες της ημέρας (την νύχτας, για να είμαι ακριβής) να περάσουν μάταια...
Έλα όμως που με ξέρω τόσο καλά ώστε να προβλέψω ότι δε θα σταματούσα να πηγαίνω σε αυτό το μαγαζί, μέχρι να ικανοποιήσω την περιέργεια μου (ναι θα το παραδεχτώ! Και τον εγωισμό μου)
Πήρα λοιπόν παραμάσχαλα την Ν. και την μεθεπόμενη μέρα ήμασταν πάλι εκεί! Την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος! Το μόνο που έμενε να διαπιστώσουμε ήταν, αν ήταν κι αυτός εκεί... Περιμέναμε, ανάψαμε τσιγάρο, τα είπαμε και λίγο και... να ‘τος!!!
Ανέβαινε τις σκάλες όταν γύρισα το κεφάλι μου και τον πρόσεξα! Ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ όσο τον θυμόμουν την πρώτη φορά! Και εγώ είχα τη σιγουριά της Ν. δίπλα μου (μεγάλη του γένους δασκάλα σε θέματα garcons-barmen).
Παραγγείλαμε τους καφέδες μας (εγώ με ένα χαμόγελο «ωραία αυτά τα ecstasy» και η Ν. με το βλέμμα X-ray να αναλύει κάθε του κίνηση, μήπως και φτάσει αυτή σε κάποιο συμπέρασμα). Μας τους έφερε και έφυγε...
«Κατάλαβες τι έγινε τώρα;» την ρώτησα. «Μήπως έφυγε λίγο γρήγορα;». Το πρώτο σημάδι!
Η συμβουλή της Ν. ήταν να μην βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα, πριν δούμε κι άλλες του κινήσεις (πόσο γρήγορα γίνεται βαρετό αυτό το παιχνίδι, όταν αρχίζεις να μην έχεις καλά σημάδια;)
Περιμέναμε λοιπόν. Κατ’ εντολή της Ν. εγώ ήπια και τα δύο ποτήρια νερό, προκειμένου να τον φέρουμε στο τραπέζι, για να τα ανανεώσει... Ήρθε, τα αντικατέστησε, ειπώθηκε και κάτι τελείως τυπικό και συνέχισε τη δουλειά του...
Φ.: «Ν. μου, χάνουμε τον χρόνο μας, μου φαίνεται»
Ν.: «Σταμάτα να παραπονιέσαι και πίνε εσύ! Θα δείξει»
Σταματάω λοιπόν και πίνω κι εγώ! Άλλα δύο ποτήρια νερό... Άλλη μία ανανέωση τους από τον Mr. Sweet-Face. Λίγα και εντελώς ουδέτερα ειπώθηκαν και πάλι. Και να ‘μια πάλι να πίνω νερό, προκειμένου να ξαναέρθει...
Αφού λοιπόν, πίνε-πίνε έφτασα στα όρια του τυμπανισμού, με το φόβο ότι θα ακολουθούσε μια αβάσταχτη πορεία μέχρι το σπίτι, προκειμένου να τα αποβάλω, κατάφερα και τα ξανα-άδειασα τα ποτήρια.
«Ή τώρα ή ποτέ!» σκέφτηκα. Θα έπρεπε να του μιλήσω λίγο πιο ανοιχτά, μήπως και κάνει τίποτα... Στο κάτω-κάτω δεν χωράει άλλο νερό στο στομάχι μου! περιμέναμε λοιπόν για λίγο και βλέπω τον δίσκο να εμφανίζεται στη στροφή της σκάλας... Ανέβαινε, ανέβαινε και... τον κρατούσε μια κοπέλα!
Ν.: «Είναι οκτώ και δέκα. Μάλλον θα σχόλασε αυτός. Πάμε»
Και μου το λες τώρα καλή μου Ν.; Δεν μπορούσες να κοιτάξεις το ρολόι σου δέκα λεπτά πριν; Το πλήρως εξοπλισμένο ενυδρείο που κατασκεύασα στην κοιλιά μου τι θα το κάνω τώρα;
Τελικά φύγαμε. Το συζητήσαμε και λίγο στο δρόμο και καταλήξαμε ότι μάλλον για την Ε. προορίζονταν οι «γλύκες» της προηγούμενης φοράς.
Αυτό για να μάθεις Phoebus ότι θαύματα στη Λάρισα ΔΕΝ γίνονται!
Τελικά ούτε τον εγωισμό σου ικανοποίησες! Ούτε τον καφέ σου απόλαυσες (περιέργως ήταν λίγο νερόβραστος ο espresso εκείνο το βράδυ). Τουλάχιστον αποτοξινώθηκες με τόσο νερό που ήπιες… Έμεινε και κάτι καλό!
Το τραγουδάκι «ειδική αφιέρωση» σε μένα...