Μας την πέσανε!

Είχαμε αποφασίσει χθες να πάμε για καφέ με τη φίλη μου την Ε. Αν και το συζητούσαμε από νωρίς, τελικά καταλήξαμε να ψάχνουμε στις 11 το βράδυ, ποιά καφετέρια σερβίρει ακόμα καφέ.

Καθίσαμε σε μία που είχαμε από καιρό σταματήσει να πηγαίνουμε... Ελπίζαμε ότι δεν είχαν αλλάξει «συνήθειες» και θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το καφεδάκι μας.

Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο. Ήταν μόνο ένα ζευγάρι μεσήλικων και μια παρέα αντρών που προσπαθούσαν υψίφωνος να λύσουν ένα ποδοσφαιρικό θέμα, που φαινόταν να τους ταλαιπωρεί από ώρα.

Καθίσαμε και μπήκαμε αμέσως στο «ψητό». Είχαμε αρκετά πράγματα να πούμε, αφού τις τελευταίες μέρες -αν και συναντιόμασταν καθημερινά- δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να βρεθούμε οι δυο μας. Ξεκίνησε λοιπόν η Ε. να μου περιγράφει «ιστορίες από την κρύπτη». Κι εγώ, με στόμα υποβοηθούμενα κλειστό από το χέρι μου, να παρακολουθώ όσα μου έλεγε.

Είχαμε ήδη πιει τον πρώτο καφέ και πηγαίναμε για τον δεύτερο (και η Ε. και εγώ λάτρεις του espresso – θέλαμε να παραγγείλουμε και δεύτερο). Τότε ήταν που παρατηρήσαμε πόσο ευγενικός και γλυκός ήταν μαζί μας ο όμορφος τυπάκος που μας είχε σερβίρει.

«Ανήσυχα πνεύματα» και οι δύο, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα (χωρίς φυσικά να ανταλλάξουμε ούτε κουβέντα μεταξύ μας) ότι το παιδί δεν το έκανε από καθαρό επαγγελματισμό. Φάνηκε και αργότερα, πως μάλλον ήθελε να μας γνωρίσει καλύτερα...

Είχαμε όμως το εξής πρόβλημα: «σε ποιόν από τους δυο την πέφτει τώρα;»


Ε: Είσαι σοβαρός; Δεν τον είδες που σε κοιτούσε συνέχεια και χαμογελούσε;
Φ: Λες; Αποκλείεται! Γιατί μίλησε σε σένα περισσότερο; Να δεις που για σένα πάει!
Ε: Ρε σου λέω! Τόσα χρόνια κάνω παρέα με σένα και τον Α. Έμαθα να ξεχωρίζω τον gay. Εσένα θέλει!
Φ: Άκου’ με κι εμένα! Εσένα θέλει! Αλλιώς γιατί να απαντήσει ότι «μακάρι να ήταν όλοι οι πελάτες σαν εσάς», όταν του είπες πως τον κουράσαμε;
Ε: Και γιατί -παρακαλώ- σου έκανε τον «δύσκολο» όταν του ζήτησες να μας ανανεώσει το νερό;

[...]

Κάπως έτσι λοιπόν εξελισσόταν η κουβέντα μας. Πήραμε και ένα ποτήρι κρασί και ήρθε η ώρα να πληρώσουμε. Το δίλημμα παρέμενε. Την Ε. ή εμένα;

Και ξαφνικά τον βλέπουμε να ανεβαίνει κρατώντας έναν δίσκο με τρία σφινάκια. «Τώρα θα δούμε τι τρέχει» είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα. Τσουγγρίσαμε, τα ήπιαμε, τα αφήσαμε... Δυστυχώς δεν κοίταξε κάποιον «λίγο παραπάνω». Δεν είπε κάτι για να μας βγάλει από την περιέργεια.

Τελικά φύγαμε χωρίς να μάθουμε τι ακριβώς έγινε. Αποφασίσαμε όμως να ξαναπάμε, μια δεύτερη φορά (ίσως και τρίτη και τέταρτη και... και...) μέχρι να βγάλουμε μια άκρη.

Μας το αφιερώνω, γλυκιά μου Ε.: "Μια Βραδιά στο Λούκι"