Το άγχος της τετραετίας

Τον τελευταίο καιρό συζητώντας με φίλους, γνωστούς και συμφοιτητές, διαπιστώνω ένα γενικευμένο άγχος. Ένα παραλήρημα και μια αίσθηση ότι ο χρόνος τρέχει απειλητικά γρήγορα.

Οι ρυθμοί τους έχουν αλλάξει. Έχουν βάλει πέμπτη και τρέχουν όλοι μανιωδώς σε έναν αγώνα ταχύτητας χωρίς τερματισμό. Έχει χαθεί η έννοια των ανέμελων φοιτητικών χρόνων. Έχουν πάψει να μας αφορούν θέματα του «τώρα». Όλοι κοιτάζουν μπροστά. Ίσως τόσο μπροστά ώστε να μην διακρίνουν αυτό που προσπαθούν να δουν. Προσπαθούν να προλάβουν κάτι. Να προφτάσουν αυτό που έρχεται. Να αποφύγουν το να μείνουν πίσω.

Έχω ακούσει να λένε για «τον άντρα της ζωής τους», για γάμους και παντρειές. Έχω ακούσει να λένε για σταθερή εργασία και μεροκάματο. Έχω ακούσει να λένε για οικογένεια και παιδιά. Έχω ακούσει να λένε για όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που κάθε άνθρωπος ονειρεύεται να χαρίσει στον εαυτό του, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία.

Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι τα παιδιά που ένα εξάμηνο πριν ήταν ακόμα «παιδιά», ξαφνικά αποφάσισαν να μεγαλώσουν.

Νιώθω ορισμένες στιγμές (ίσως σε αυτό να φταίει ότι η δική μου σχολή είναι εξαετούς φοίτησης, ίσως απλά ότι αρνούμαι να μεγαλώσω) ότι η Χώρα του Ποτέ που είχαμε χτίσει στη Λάρισα έχει αρχίσει να ερημώνει... Τα «χαμένα παιδιά» έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν κι εγώ να μένω πίσω, φωνάζοντας με όλη τη δύναμη της σιωπής μου “No Wendy, don’t go!!”. Προσπαθώντας ίσως να κρατήσω πίσω και τη δικιά μου νιότη. Γιατί φοβάμαι να μεγαλώσω. Φοβάμαι ότι αν αφήσω τον εαυτό μου να φύγει από αυτήν την Χώρα του Ποτέ, θα αρχίσει να ψάχνει το Αύριο. Τα προβλήματα μου δε θα είναι το «κρυφτό με τον Hook». Θα πρέπει να στεναχωριέμαι και να αγχώνομαι για πράγματα που τώρα μου φαίνονται μακρινά και ανούσια. Θα πρέπει τα ψέματα που θα λέω να μην είναι παιδικά αστεία, αλλά δόλιες και στοχευόμενες παγίδες. Θα πρέπει αυτά που λέω να μην είναι οι σκέψεις μου, αλλά οι καθρέφτες όσων οι άλλοι θέλουν να ακούσουν. Θα πρέπει -για να κερδίσω- να μην τρέξω δίκαια, αλλά να χρησιμοποιήσω κάθε μέσο που θα μου δίνεται.

Κι όμως, τώρα που βλέπω τη ζωή ακόμα από ψηλά, όλα αυτά μου φαίνονται ένα παιχνίδι. Ίσως δύσκολο, αλλά παιχνίδι. Το Αύριο, το Γιατί, το Πώς. Ένα πολύ καλά στημένο και δύσκολο παιχνίδι που μπορώ να παίξω. Κοιτάζοντας όμως τους «μεγάλους» γύρω μου, παρατηρώ ότι σταμάτησαν να το βλέπουν ως παιχνίδι. Σταμάτησαν να βλέπουν τη χαρά που κρύβει μέσα τους το παιχνίδι και αφοσιώνονται στο να το «κερδίσουν». Για να φτάσουν πού; Στο τέρμα; Και μετά; Μετά τι θα κάνουν; Όταν το παιχνίδι θα έχει τελειώσει και όταν θα έχουν χάσει τη χαρά ακόμα και των αποτυχιών...

Και συνειδητοποιώ πως όλη αυτή η μανιακή καταδίωξη του αύριο πηγάζει από το γεγονός ότι είμαστε πλέον στο 4ο έτος. Το τελευταίο έτος για τους περισσότερους της παρέας μου. το έτος που «κλείνουν» παλιούς λογαριασμούς, χωρίς να ανοίγουν καινούριους, γιατί απλά δεν τους φτάνει ο χρόνος που έχουν στη διάθεση τους (και γενικά στη Λάρισα και ειδικά, λόγω υποχρεώσεων/εργασιών κτλ κτλ)

Πριν αφήσω το ποτάμι κι εγώ να με παρασύρει, θα φωνάζω! Θα φωνάξω σε όλους να μείνουν μαζί μου. Εδώ πίσω. Θα αφήσω τον φόβο μου να γίνει η ασπίδα μου! δε θα μεγαλώσω! Όχι πριν εξαντλήσω κάθε μου εναλλακτική. Μου αρέσει πολύ περισσότερο εδώ. Ακόμα κι αν χρειαστεί να μείνω μόνος στο τέλος, θα έχω συντροφιά μου την νεραϊδόσκονη και τη φοιτητική μου ζωή. Μέχρι το τελευταίο λεπτό που θα είμαι στη Λάρισα...