Ξάπλωνα μέσα στην αγκαλιά του. Ένιωθα τα χέρια του γύρω μου, να με κρατούν σφιχτά στην ασφάλεια και τη ζεστασία που έπλαθαν η εικόνα και το άρωμα του. Η ανάσα του, που κάποτε με είχε νανουρίσει, τώρα είχε γίνει ο ή μετρονόμος που συγχρόνιζε τις σκέψεις μου.
Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Ήξερα ότι καταλάβαινε αμέσως αυτό που είχα να του πω. Ήξερα ότι είχε απαντήσεις σε πολλές από τις ερωτήσεις μου. Ήξερα ότι είχε ζήσει όσα έζησα κι εγώ και όσα ελπίζω μια μέρα να ζήσω.
Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Θυμόμουν ότι έκανε για μένα, πράγματα που κάποιος άλλος δε θα έμπαινε ούτε στη διαδικασία να τα σκεφτεί. Θυμόμουν ότι με διεκδίκησε. Θυμόμουν ότι το ήθελα κι εγώ αυτό.
Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Τα χέρια του ζεστά και δυνατά. Αλυσίδες έτοιμες να σε δέσουν πάνω στην ευτυχία. Ο χαρακτήρας του ένα βιβλίο γεμάτο γνώσεις. Τόσο διαφορετικός από τον δικό μου. Τόσο διαφορετικός από τον χαρακτήρα των περισσότερων ανθρώπων. Τόσο όμορφα και αναπάντεχα περίεργος.
Πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα του. Ήθελα να γίνω δικός του. Ήθελα να με πάρει μαζί του με το φως της αυγής και να με κάνει βασιλιά στο κάστρο του. Ήθελα να του δώσω όσα κανένας άλλος δε με άφησε να βγάλω από μέσα μου.
Πόσο άσχημα ένιωθα. Δεν μπορούσα. Ήξερα ότι θα μπορούσα να έχω την σάρκα του. Θα μπορούσα να «κλέψω» τις ανάσες του με τα χείλι μου. Ήξερα ότι θα μπορούσα να αγγίξω για λίγο την καρδιά του. Όμως όλα αυτά για λίγο. Όσο το σκοτάδι κρατάει κρυμμένο αυτό που το φως θα μου θύμιζε. Άνηκε και ανήκει σε άλλον.
Η τραγική ειρωνεία της ζωής μου. Να βρίσκω μπροστά μου όσα έχω κάνει. Τότε άφησα τον «πρίγκιπα» να φύγει, για να μη διαλύσω μια δέσμευση, μια ανταλλαγή υποσχέσεων με έναν άνθρωπο που αποδείχτηκε το μεγαλύτερο μου λάθος. Τώρα τον αφήνω να φύγει για να μην κάνει κι αυτός το ίδιο.
Ό,τι κι αν του ζητήσω, δε θα είναι παρά ένα δάνειο. Ένα δάνειο χρόνου, συναισθήματος και πάθους. Ένα δάνειο με πρώτη δόση μετά από χρόνια ή ίσως και ποτέ.
Ήταν ένα φρικτό δίλημμα. Να θέλεις να αγγίξεις κάτι που ποθείς και να μην μπορείς. Να θέλεις να ζητήσεις κάτι που επιθυμείς και να μην μπορείς. Να θέλεις να κλέψεις κάτι που δεν σου ανήκει. Να θέλεις να πάρεις, όσα κάποτε σου προσφέρθηκαν. Και να μην μπορείς, πάλι.
Μια άγρια θάλασσα από κύματα συναισθημάτων και βροχή επιθυμιών. Ταραγμένες σκέψεις και αισθήσεις που σε ζαλίζουν. Και στο βάθος του ορίζοντα, ο φάρος της ηθικής, να σε καλωσορίζει στο ατάραχο λιμάνι της μοναξιάς.
Δυστυχώς, αν και δύσκολη, η επιλογή που έκανα ήταν προαποφασισμένη. Θα πήγαινα στο λιμάνι αυτό. Θα πήγαινα και θα περίμενα την καταιγίδα να κοπάσει, μέχρι να ξαναβγώ. Θα πήγαινα εκεί, χωρίς να φέρω την πρύμνη μου κόντρα στο κύμα. Χωρίς να πάω στον προορισμό που πρόσταζε η πυξίδα της καρδιάς μου. θα πήγαινα εκεί που ήξερα πως θα ήταν ασφαλές για εμένα και για εκείνον.
Και θα περίμενα, ένα νέο ταξίδι. Καπετάνιος σε άλλη θάλασσα και ίσως άλλη τρικυμία...