Έκανα μέρες να ξαναδώ το γείτονά μου.
Στην αρχή, κάθε φορά που βρισκόμουν στο καθιστικό είχα συνέχεια συναίσθηση της πιθανής παρουσίας του, ότι μπορεί να με παρατηρούσε από το διαμέρισμά του ή ακόμα κι ότι περίμενε επί τούτου να με μπανίσει, όπως άλλωστε έκανα κι εγώ μερικές φορές, περνώντας δήθεν τυχαία μπροστά από το παράθυρο για να δω τι καιρό κάνει. Πιο έντονα όμως τον σκεφτόμουν στη θέση μου στο παράθυρο, ιδίως τις κρύες ημέρες που ολοένα μίκραιναν και τις νύχτες που όλο μεγάλωναν. Δεν ξέρω αν εκείνος με είδε, εγώ πάντως δεν τον είδα. Δε συγχρονιστήκαμε ποτέ, αν εξαιρέσω εκείνη τη μοναδική στιγμή του σεξ, ναι σεξ, και οικειότητας που μοιραστήκαμε, γεφυρώνοντας το χάσμα των πολυκατοικιών μας αλλά και το χάσμα της συναισθηματικής ανωνυμίας που πλέον σκεπάζει ολόκληρη την Αθήνα...
Μου είχε εξάψει το ενδιαφέρον αυτός ο τύπος – κι όχι μόνο επειδή ήταν σέξι και σχετικά βολικός. Ήταν εντελώς ασυνήθιστο να γνωστοποιεί κανείς την ηδονοβλεψία του, στην οποία όλοι μας επιδιδόμασταν(?!).
Τα ασυνήθιστα για την εποχή χιόνια άρχισαν να λιώνουν στις αρχές Δεκέμβρη. Περπατώντας προς το σπίτι σε δρόμους γεμάτους κόσμο που έκανε τα ψώνια των Χριστουγέννων, καμιά φορά πρόσεχα κάποιον όμορφο άντρα που γύριζε να με κοιτάξει. Μετά σταματούσαμε κι οι δύο και, γυρνώντας τάχα για να χαζέψουμε κάποια βιτρίνα, πιάναμε την κουβέντα. Κάθε φορά προσπαθούσα να το κανονίσω έτσι ώστε να πάμε να πηδηχτούμε στο δικό του σπίτι, καθώς είχα την αίσθηση ότι στο δικό μου θα μας έβλεπε ο γείτονας. Αν και δεν τον έβλεπα ποτέ, για ένα περίεργο λόγο ήμουν πεπεισμένος ότι είχε ψύχωση με την προσωπική μου ζωή, όπως κι εγώ με τη δική του. Πίστευα ότι θα ζήλευε αν με έβλεπε με άλλον άντρα – αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να τον δελεάσω να ξαναεμφανιστεί στο παράθυρό του.
Ξαναείδα τον μυστηριώδη γείτονά μου στις 11 Δεκεμβρίου. Γύρισα αργά στο σπίτι λόγω Χριστουγεννιάτικου πάρτι. Καθόμουν στη θέση μου στο παράθυρο και διάβαζα την αλληλογραφία μου ως συνήθως, όταν ανακάλυψα ότι ανάμεσα στα υπόλοιπα γράμματα υπήρχε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα από κάποιον άγνωστο, με άγνωστη διεύθυνση. Είχε αποσταλεί από την Αθήνα, απευθυνόταν σ’ εμένα, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν! Η κάρτα απεικόνιζε ένα χειμωνιάτικο τοπίο με ανθρώπους που έκαναν πατινάζ και μέσα έγραφε «Καλά Χριστούγεννα». Την υπέγραφε κάποιος Χ. Ξανακοίταξα το φάκελο να δω το επίθετο, προσπαθώντας να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός ο Χ (ονοματεπώνυμο,εννοείται!), όταν από το φάκελο έπεσε μια φωτογραφία που δεν είχα προσέξει. Και τότε αναγνώρισα τον άγνωστο αποστολέα.
Στη φωτογραφία ήταν ένας γυμνός άντρας με τον οποίο είχα κάνει φάση πριν από μερικούς μήνες. Είχε μια πόζα ερασιτέχνη ηθοποιού πορνοταινίας: κρατούσε τον πούτσο του χαμηλά για να φαίνεται μεγαλύτερος. Δεν του είχα δώσει τη διεύθυνση μου. Θυμόμουν ότι είχαμε συναντηθεί σ’ ένα μπαρ και μετά είχαμε έρθει σπίτι μου να γαμηθούμε, οπότε υπέθεσα ότι θα σημείωσε τα στοιχεία μου φεύγοντας. Δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα για να ξαναβρεθούμε, αλλά είχε γράψει το δικό του στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, μάλλον για την περίπτωση που άλλαζα γνώμη και ήθελα άλλη μια βράδιά μαζί του. Η φωτογραφία ήταν καλή, και, απ’ όσο θυμόμουν, κάναμε καλό κρεβάτι. Θα πρέπει όμως να ήταν ψυχάκιας για να προσπαθεί να με ξανασυναντήσει στέλνοντάς μου μια χριστουγεννιάτικη κάρτα και μάλιστα χωρίς να γράφει τπτ δικό του. Και μόνο μ’ αυτή τη σκέψη μου πέρασε κάθε όρεξη να τον ξαναδώ.
Άφησα την κάρτα να πέσει στο πάτωμα αλλά κράτησα τη φωτογραφία. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου κι έβγαλα έξω τον πούτσο μου, πασπατεύοντάς τον μέχρι να σηκωθεί. Τον έπιασα από τη βάση, προσπαθώντας να μιμηθώ την πόζα του Χ στη φώτο. Γιατί μας πιάνει ώρες ώρες αυτή η απελπισία να μοιάζουμε με πορνοστάρ? Άραγε είναι μια ειλικρινής εσωτερική ανάγκη επιδειξιομανίας ή έχει να κάνει με το ότι θέλουμε να μας ποθούν όσο το δυνατό περισσότεροι άντρες και προσπαθούμε να το πετύχουμε με την επίδειξη? Κοίταξα έξω από το παράθυρο και θυμήθηκα τον γείτονά μου. Είχα καιρό να τον δω.
Αυτό που μοιραστήκαμε εκείνη τη μέρα, με το δρόμο να μας χωρίζει, ήταν μια πολύ προσωπική στιγμή, αν και θα μπορούσε να μας βλέπει και οποιοσδήποτε άλλος από το δικό του παράθυρο – απρόσκλητος εισβολέας της επαφής μας.
Και τότε ξαναεμφανίστηκε. Με κοίταζε καθώς προσπαθούσα να μιμηθώ τη στάση του Χ. Του χαμογέλασα, κουνώντας του τον πούτσο μου κάπως υπερβολικά. Με χαιρέτησε κι εκείνος. Είχε ήδη κατεβάσει το παντελόνι του μέχρι τα γόνατα, αλλά φορούσε ακόμη το φανελένιο πουκάμισό του. Ο πούτσος του είχε ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα δυο κομμάτια υφάσματος σα μοχλός σε κουλοχέρη (γιαμ!). Ήθελα να τραβήξω αυτό το μοχλό ξανά και ξανά, σαν εξαρτημένος τζογαδόρος, μέχρι να κερδίσω το έπαθλο...! Αλλά ήμουν πολύ μακριά για να τον αγγίξω. Ένιωθα λίγο σαν τον τζογαδόρο που ποτέ δεν του κάθεται το τζάκποτ, το όνειρο, η προσδοκία που τον κάνει να προσπαθεί ξανά και ξανά επειδή δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει.
Εγώ, βέβαια, κατά κάποιο τρόπο, τον μυστηριώδη γείτονά μου τον «είχα», ήταν δικός μου, παρότι δεν είχαμε αγγίξει ο ένας τον άλλο, παρότι δεν είχαμε φιληθεί, παρόλο που δεν είχαμε νιώσει τα κορμιά μας να δένονται σε μια δυνατή αγκαλιά. Τον έπαιξα με αργές, δυνατές κινήσεις, κοιτάζοντάς τον, απολαμβάνοντας το ότι τραβούσαμε μαλακία ο ένας για τον άλλο, ότι είχαμε αυτό το περίεργο δέσιμο, παρά τα όσα μας χώριζαν. Αυτό όμως που είχε διαδραματιστεί μεταξύ μας, αυτή η σχέση, ήταν κάτι που χαρακτηρίζει τον τρελό τρόπο ζωής της Αθήνας – μιας πόλης όπου (πλέον) τέτοιες αλληλεπιδράσεις είναι λίγο πολύ κοινός τόπος.
Αυτή τη φορά τελείωσα εγώ πρώτος, εκτοξεύοντας στο τζάμι μικρούς πίδακες, που στη συνέχεια κύλησαν στο μαξιλάρι. «Θα το πλύνω αργότερα» σκέφτηκα, σφίγγοντας το χέρι μου για να στραγγίξω και την τελευταία σταγόνα από το πουλί μου. Δεν ήθελα να σταματήσω με τίποτα. Έχυνα έχοντας τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του. Εκείνος μου χαμογελούσε. Αισθανόμουν ότι είχα την αμέριστη προσοχή του, εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόταν ούτε τι θα μαγειρέψει για βραδινό, ούτε αν είχε πληρώσει το ρεύμα. Ήταν εκεί και κοιτούσε το κορμί μου, το σεξ που κάναμε σε αντικριστές πολυκατοικίες και απολάμβανε την αίσθηση της δικής του μαλακίας, παίζοντας τον δικό του ρόλο σ’ αυτή τη φαντασίωση.
Όταν σταμάτησα να τρέμω, έσκυψα μπροστά και φίλησα το παράθυρο, αφήνοντας το ζαρωμένο αποτύπωμα των χειλιών μου πάνω στο γυαλί. Καθόμουν και τον παρατηρούσα, τον έπαιζε ακόμη. Δε βιαζόμουν να τελειώσει. Είχα ένα φόβο ότι αν τελείωνε δε θα τον ξανάβλεπα ποτέ – κι ας έμενε στην απέναντι πολυκατοικία. Ήταν κι αυτό ένα χαρακτηριστικό της (Σύγχρονης) Αθήνας: στον όροφό μου ζούσαν άνθρωποι που δεν είχα δει ούτε μία φορά. Περιεργάστηκα το κορμί του, τον τρόπο που κινούταν, τον τρόπο που τον έπαιζε. Έγειρε προς τα μπρος και έβγαλε τη γλώσσα του, κουνώντας την σα να προσπαθούσε να γλύψει τον πούτσο του. Ήθελα κι εγώ να γλύψω τον πούτσο του. Άφησε να τρέξει λίγο σάλιο από τα χείλη του και να πέσει ακριβώς στο κεφάλι της ψωλής του για να τον παίζει πιο εύκολα.
Μετά από αυτό έχυσε αμέσως – πληροφορία που αποθήκευσα αμέσως στο μυαλό μου για μελλοντική χρήση. Συνέχισα να τον κοιτάζω. Έφερε τα δάχτυλα στο στόμα του, γλύφοντας τα χύσια και ρουφώντας το δείκτη του σα να έγλυφε ψωλή. Σα να έγλυφε τη δικιά μου ψωλή, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Μετά έπιασε τον πούτσο του και μου τον κούνησε, σαν χαιρετισμό πριν εξαφανιστεί μέσα.
Έμεινα στο παράθυρο να κοιτάζω απέναντι, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του καλοριφέρ από κάτω και το όμορφο συναίσθημα που σε τυλίγει μετά τον οργασμό, ενώ σκεφτόμουν τις δυο συνευρέσεις με το γείτονά μου κι αναρωτιόμουν πότε θα έπαιρνα την επόμενη χριστουγεννιάτικη κάρτα.
To be continued...