“Που είναι”, αναρωτήθηκε.
Κοίταξε γύρω του
“σε βρήκα” είπε στον εαυτό του και έπιασε το πινέλο
το έβαλε στο βαλιτσάκι του
έκανε ένα τελευταίο έλεγχο και το έκλεισε
άρπαξε το ψάθινο καπέλο, για το οποίο τον κορόιδευαν
ήταν ακόμα βράδυ
ήξερε όμως ότι θα ξημερώσει κάποια στιγμή
κ ήθελε να είναι έτοιμος
πήρε το βαλιτσάκι του και βγήκε από το σπίτι
φορούσε τα αγαπημένα του σανδάλια
και τη βερμούδα με τις άπειρες τσέπες
ακολούθησε το μονοπάτι για ώρα
κάποια στιγμή όμως το άφησε πίσω του
δεν είναι για μένα, σκέφτηκε
ο προορισμός του άγνωστος
πίστευε όμως ότι θα καταλάβαινε όταν θα έφτανε
προχώρησε αρκετά
ήταν νύχτα και δεν έβλεπε καλά
άρχισε να κουράζεται
δεν ήθελε να σταματήσει
οπότε περπάτησε και άλλο
ώσπου βγήκε σε ένα λιβάδι
πάνω σε μια πλαγιά
γύρω του υπήρχαν λουλούδια
πολλά λουλούδια
έσκυψε να τα μυρίσει
δεν μπορούσε να καταλάβει αν μύριζαν
τα περιεργάστηκε στο φως των αστεριών
ήταν άχρωμα, ξερά
χαμογέλασε, “εδώ είμαστε”
κάθισε ανάμεσα στα ξερά και άχρωμα λουλούδια
και άνοιξε το βαλιτσάκι του
έβγαλε από μέσα πινέλα και χρώματα
χρώματα που χρόνια μάζευε
“επιτέλους, ήρθε η ώρα να σας χρησιμοποιήσω” τους είπε
κοίταξε το πρώτο λουλούδι, προβληματίσθηκε για λίγο
αλλά τελικά αποφάσισε, “εσύ θα γίνεις κίτρινο”
και άρχισε να το βάφει
δεν βιαζόταν γιατί δεν ήθελε να στερήσει τίποτα από το συγκεκριμένο λουλούδι
με αργά και σταθερά βήματα, κανείς δεν τον πίεζε
ο ήλιος άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα
και δεν άργησε το φως του να αρχίσει να χαϊδεύει το λιβάδι
άφησε το πινέλο και παρατήρησε τα τρία λουλούδια
που είχε ζωγραφίσει
ήταν υπέροχα
τα πλησίασε και τα μύρισε
ναι, τώρα μύριζαν
είχαν πάρει ζωή
χαμογέλασε
έβαλε το καπέλο στο κεφάλι του
και ξάπλωσε ικανοποιημένος δίπλα στα λουλούδια του