Κάπου, πέρα από το ουράνιο τόξο

Η Δευτέρα στην δουλειά συνήθως κυλάει ήρεμα για αρχή εβδομάδας. Το ξυπνητήρι χτυπούσε με ένα πολύ όμορφο τραγούδι που με έκανε να γυρίσω πλευρό και να σηκωθώ μισή ώρα καθυστερημένα, να μην πιω καφέ και να φύγω για δουλειά άμεσα.. όμως έκανα έναν πολύ γαλήνιο, έξτρα μισάωρο ύπνο.

 
Στην δουλειά τα πάντα ήταν στραβά. Κυριολεκτικά. Ένοιωθα πως ως και οι τοίχοι ήσαν στραβοί, μια ασυμμετρία γενικότερα. Φυσικά κατέληξα πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να συμβαίνει και το άφησα να περάσει. Δεν είχα πιει καφέ ακόμα, οπότε ήταν και αυτό στην μέση. 
 
Στην συνέχεια ένας παππούς που είχε έρθει στην δουλειά (πατημένα ογδόντα), με κοίταξε καλά-καλά και μου λέει: "είσαι τριάντα;" (ΧΑ). Όχι, παππού, του απάντησα.. είμαι τριάντα οχτώ.. με κοιτάζει ξανά και με ένα παράξενο ύφος, μου λέει.. "ε, δεν θα παντρευτείς ποτέ". Κάτι μου έκανε ο τρόπος που το είπε και τον ρώτησα τι εννοούσε. Μου απαντά, "εφόσον έχεις περάσει τα τριάντα τρία, δεν θα παντρευτείς.." Μάλιστα.. του απαντώ. Δηλαδή ή θα έπρεπε να έχω σταυρωθεί ως τα τριάντα τρία μου ή να έχω παντρευτεί... 
 
Και κάπου εκεί ξεκίνησε η κουβέντα πως "δεν βγαίνει έτσι η ζωή, να είναι κανείς μόνος". Ήταν άσκοπο το να κάνω βαθύτερη κουβέντα μαζί του, για ευνοήτους λόγους. Και αν κατάλαβα καλά, ο ίδιος παντρεύτηκε επειδή είχε πατήσει τα τριάντα τρία, η μάνα του τον έπρηζε και οι ταβέρνες ήταν ακριβές. Και δεν τα βγάζω από το μυαλό μου. Όχι ο καλύτερος τρόπος να πείσεις κάποιον να παντρευτεί (αν έβαζε και το πλυντήριο-σιδέρωμα μέσα, ίσως).

Στην συνέχεια της μέρας, ο πατέρας ενός παλιού συναδέλφου πέρασε από την δουλειά και ξεκίνησε -εμμέσως πλην σαφώς- να υπονοεί το πόσο υπερήφανος είναι που και οι δύο του γιοί είναι παντρεμένοι, ο ένας με δύο παιδιά και ο πρώην συνάδελφός μου και γιος του, με ένα παιδί που τώρα θα πάει πρώτη δημοτικού.. κάπου εκεί περίμενα την ερώτηση, "εσύ παντρεύτηκες/ είσαι παντρεμένος/ πότε θα παντρευτείς και προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για την απάντηση. Μια προετοιμασία που πήγε στράφι μιας και δεν ρώτησε. Ίσως να φαινόταν στο βλέμμα, το "ούτε που να το σκεφτείς". Η αναμονή είναι που σε καταρρακώνει.

Με αυτά και με αυτά, η μέρα κύλησε. Με έναν καφέ και μια τυρόπιτα από τον φούρνο δίπλα.