Μια φορά και ένα καιρό αποφάσισα ότι θέλω νεροπίστολο. Φυσικά η Νίκη a.k.a μάνα μου, είπε ΟΧΙ, σαν άλλος Μεταξάς. Έτσι άρχισα να κλαίω και να το ζητάω κάτι που δεν το συνήθιζα (πριν την εφηβεία). Γυρνώντας ο πατέρας μου από το βόλτα του έκανε κάτι που δεν συνήθιζε, με πήγε να πάρουμε νεροπίστολο (βοήθησε και το ότι με βρήκε στο δρόμο πρησμένη από το κλάμα).
Πήγαμε στο περίπτερο και φυσικά δεν είχε (τι περιμένεις χειμώνα καιρό;), πήγαμε μετά στον Φέκια (πως λέμε ΕΒΓΑ) τζίφος, οπότε προχωρήσαμε προς στον Αι Γιώργη για να πάμε στο επόμενο περίπτερο. Στο δρόμο περάσαμε από ένα μπαρ και ο πατέρας μου κοίταξε με΄σα για να χαιρετίσει. Τότε το υπέροχο, πανέμορφο (μετριοφροσύνη), αγγελικό και αθώο παιδί του, του είπε "Μην κοιτάς μέσα δεν κάνει. Η Ελενίτσα είπε (φυσικά όλο μαλακίες μου έλεγε) ότι σ' αυτό το μαγαζί έχουν πίσω δωμάτια και εκεί πηγαίνουν οι άντρες και κάνουν ξέρεις τι". Σοκ ο πατέρας μου ... "τι κάνουν;" ρώτησε. "Ξέρεις τι του απάντησα". Χαμογέλασε προβληματισμένος και προχώρησε προς το περίπτερο.
Όπου εκεί πείρα τον πούλο καθώς ούτε εκεί δεν είχε νεροπίστολο (Τι σκατά το ήθελα δεν ξέρω, μοναχοπαίδι ήμουν και είμαι δεν είναι να πεις ότι είχα κάποιον να βρέξω μέσα στο σπίτι). Επιστρέφοντας ο πατέρας μου με πήγε στο προαναφερόμενο μπαρ. Εκεί ήταν τρεις κοπέλες που πέσαν με τα μούτρα πάνω μου. Μου κέρασαν πορτοκαλάδα να πιω και με σήκωσαν για να κάτσω στην τεράστια καρέκλα που την έλεγαν σκαμπό για να φτάνω με άνεση το ποτήρι μου στο μπαρ.
Αφού με ρώτησαν ποιον αγαπάω πιο πολύ τη μαμά ή τον μπαμπά και αφού παραξενεύτηκαν όταν έμαθαν ότι τα μαθηματικά ήταν το αγαπημένο μου μάθημα άρχισαν να "ζαλίζουν" τον πατέρα μου. Τότε κοίταξα γύρω μου και βρήκα την πόρτα που οδηγούσε στα πίσω δωμάτια. "Α ha!! να τη. Μπαμπά είδες; Είχε δίκιο η Ελενίτσα να η πόρτα!" φώναξα. Τότε ο πατέρας μου, μου εξήγησε ότι εκείνη η πόρτα είναι για την τουαλέτα και πως τα κορίτσια στο μπαρ είναι καλά κορίτσια και πως σε αυτό το μαγαζί δεν έρχονται άντρες. "Ε τότε εσύ πως μπήκες" τον ρώτησα. Ο πάντα ετοιμόλογος πατέρας είπε πως τον αφήνουν να μπαίνει επειδή ξέρει τα κορίτσια και επανέλαβε πως σε αυτό το μαγαζί δεν έρχονται άλλοι άντρες.
"Κατάλαβα. Δεν έρχονται άλλοι άντρες" συμφώνησα "και μπαμπά αυτοί εκεί τι είναι;" είπα και του έδειξα την παρέα που μόλις μπήκε. Παραλίγο να πνιγεί με τον καφέ του στο άκουσμα της ερώτησης μου. Αλλά δεν πτοήθηκε είχε έτοιμη την απάντηση. "Αυτός είναι ο ιδιοκτήτης". (Όχι που δεν θα έβρισκε κάτι να πει). Πείρα τη πορτοκαλάδα στα χέρια μου, ρούφηξα μια γουλιά και του είπα "ώστε σ' αυτό το μπαρ οι μόνοι άνδρες που έρχονται εδώ είσαι εσύ και αυτός." Μου φαινόταν αρκετά λογική εξήγηση στα 7 μου χρόνια (πάντα ήμουν λίγο ευκολόπιστη).
Ωστόσο στη μάνα μου δεν φάνηκε και τόσο λογικό το ότι χαιρέτησα τα κορίτσια από το μπαρ την επόμενη φορά που περάσαμε από εκεί. Εγώ όμως την καθησύχασα λέγοντας της πως σε εκείνο το μαγαζί μόνο τον μπαμπά και τον ιδιοκτήτη αφήνουν να μπει και δεν έχει δωμάτια που κάνουν ξέρεις τι. Τότε η μάνα ου έκανε κάτι που δεν συνηθίζει ποτέ... έχασε τα λόγια της, με κοίταξε και δεν μίλησε σε όλη τη διαδρομή. Μέχρι που γύρισε σπίτι ο μπαμπάς και άρχισε να του φωνάζει. Τότε έβγαλα το συμπέρασμα ότι της μαμάς δεν της αρέσει η πορτοκαλάδα.