άνοιξε τα μάτια του και κάθισε στο κρεβάτι του.
"επιτέλους... με καλεί"
χαμογέλασε. ήταν ήδη τρεις μέρες στην Σύρο και δεν είχε συμβεί τίποτα...
τώρα όμως άκουγε...
κοίταξε στα διπλανά κρεβάτια. κοιμόντουσαν και οι τρεις. πέταξε το σεντόνι και αργά και προσεκτικά σηκώθηκε για να ντυθεί.
"αν είχες έρθει μόνος δεν θα σε προβλημάτιζε τώρα αν θα τους ξυπνήσεις και ούτε θα τρέχαμε βραδιάτικα για να μην καταλάβουν τίποτα"
"έτυχε, εξάλλου μόνοι τους το πρότειναν. άσε που με βόλεψε, είπα στον Αλέξανδρο ότι πάω διακοπές με τους φίλους μου. αν ήταν εδώ θα ήμασταν όλη την ώρα μαζί και δεν θα μπορούσα να κινηθώ άνετα, ούτε καν το βράδυ"
"στενός κορσές σου έχει γίνει αυτός"
"και πολύ μου αρέσει αυτό, απλά τώρα προέχουν άλλα"
βγήκε από το δωμάτιο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και έκλεισε πίσω του την πόρτα. άρχισε να τρέχει. ακολουθούσε αυτό που άκουγε. δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό, θα το ανακάλυπτε όμως σύντομα! ήταν 5 το πρωί και τα στενά ήταν άδεια βγήκε στην κεντρική πλατεία, μπροστά στο δημαρχείο. εκεί΄είχε κόσμο ακόμα.
"μεθυσμένοι οι περισσότεροι"
"ζηλεύεις?!"
άφησε και την πλατεία πίσω του.
"σταμάτα!"
συνέχισε τρέχει και μπήκε σε στενά πάλι.
"νομίζω από εδώ είναι"
χάθηκε για λίγο μέσα στα στενά και μετά άρχισε να ανεβαίνει.
κάποια στιγμή βγήκε σε μια μικρή πλατεία. παλιά κτίρια παντού γύρω του. τα περισσότερα έρημα και κακή κατάσταση, ακόμα όμως εντυπωσιακά και ίσως λίγο τρομακτικά μέσα στη νύχτα.
"τώρα προς τα πού?!"
"δεν ξέρω, δε το ακούω πια"
έψαχνε γύρω μπας και βρει κάτι, μήπως του φανερωθεί.
ένα παιδικό γέλιο του τράβηξε την προσοχή. γύρισε το κεφάλι του και είδε ένα παιδάκι να τρέχει προς τα πάνω και να χάνετε σε ένα ακόμη στενό.
έτρεξε και αυτός προς τα εκεί. μπήκε στο στενό και συνέχισε να τρέχει. δεν έβλεπε το παιδί πουθενά, δεν υπήρχε όμως κάπου να στρίψει. στο τέλος του στενού σταμάτησε. εδώ κάπου θα μπορούσε να στρίψει. φώτα δεν είχε η περιοχή και το σκοτάδι κυριαρχούσε και αυτό δυσκόλευε την κατάσταση.
"Να το" το είδε να στρίβει λίγο πιο πάνω. το ακολούθησε. έστριψε και αυτός.
"πάλι χάθηκε"
"όχι, εδώ πρέπει να είναι"
μπροστά έβλεπες θάλασσα και τον καθαρό ουρανό με το φεγγάρι να λάμπει.
έκανε μερικά βήματα. τον δρόμο έκλειναν κάγκελα, υπήρχε όμως ένα άνοιγμα στα αριστερά.
"πρέπει να πέρασε από εδώ"
πέρασε από το άνοιγμα και μπροστά του τώρα υπήρχε μια σκάλα κολλημένη στον αριστερό τοίχο. έφτανε σε ένα πλάτωμα και μετά πήγαινες δεξιά, όπου συνέχιζε μια άλλη σκάλα προς τα κάτω. δεν υπήρχαν προστατευτικά και κάτω από τις σκάλες υπήρχε κενό και μετά βράχια. έφτασε στο πλάτωμα με δυσκολία. τα πέτρινα σκαλοπάτια είχα φαγωθεί από τον καιρό. ήταν άνισα και απότομα. έκανε δεξιά και στάθηκε στην αρχή της δεύτερης σκάλας. αυτή η σκάλα ήταν σαφώς μικρότερη από την πρώτη. σε κάποιο σημείο της κοβόταν απότομα και μετά ήταν η θάλασσα. το φεγγάρι φώτιζε την θάλασσα μπροστά του.
"που μπορεί να πήγε?!"
γύρισε προς τα πίσω και είδε έναν τεράστιο σωλήνα, σαν αποχέτευση. χωρούσε άνετα ένας άνθρωπος εκεί μέσα. το δύσκολο βέβαια ήταν να φτάσει ως εκεί, γιατί μεταξύ του πλατώματος και του σωλήνα υπήρχε μια σχετική απόστασή και φυσικά το κενό και τα βράχια από κάτω.
Γύρισε ξανά προς την θάλασσα "Δεν το καταλαβαίνω"
"ίσως πήδηξε"
ένας θόρυβος πίσω του, μέσα από τον σωλήνα...
"κάτι έρχεται"
"φύγε"
δεν πρόλαβε να αντιδράσει. από τον σωλήνα εκτοξεύτηκε νερό και τον τον πήρε μαζί του. βγήκε με τόση δύναμη που τον έριξε στην θάλασσα.
βγήκε στην επιφάνεια για να αναπνεύσει. "το μαλακισμένο" είπε ανασαίνοντας βαριά.
δεν πήρε όμως όσο αέρα ήθελε. κάτι τον τράβηξε κάτω. χτυπούσε τα χέρια του για να βγει στην επιφάνεια, μάταια όμως. όσο περισσότερο πάλευε για να ξεφύγει, τόσο πιο δύσκολο γινόταν. τώρα κάτι εμπόδιζε και τα χέρια του να κινηθούν
είχε παγιδευτεί και χρειαζόταν επειγόντως οξυγόνο.
ο κρύσταλλος στο στήθος του άρχισε να λάμπει.
ένα μικρο παιδάκι κοιτούσε από το άνοιγμα στα κάγκελα. μόλις τον είδε να πέφτει στη θάλασσα ,το σώμα του τυλίχθηκε στο σκοτάδι της νύχτας και άρχισε να αλλάζει. τώρα μια γυναίκα στεκόταν εκεί. χαμογέλασε! ένα χέρι την τράβηξε και την κόλλησε στον τοίχο.
"τι σου είπα?!" είπε μια εξαγριωμένη αντρική φωνή
"με πονάς" είπε η γυναίκα
"σού είπα να μην τον πειράξεις"
"δεν του έκανα κάτι, απλά παίζω..." την άφησε να διώξει το χέρι του από πάνω της
"το παιχνίδι σου όμως μπορεί να τα καταστρέψει όλα"
"μην ανησυχείς..."
"ανησυχώ, ανησυχώ γιατί η ζήλια σου θολώνει την κρίση σου"
ακούμπησε το σώμα του πάνω της "αφού ξέρεις πως μόνο εσένα θέλω", την φίλησε.
μόλις το φιλί τελείωσε.. "όσο σκέφτομαι ,όμως, ότι ήσουν μαζί του, ότι τον άγγιζες, ότι τον φιλούσες..."
"όλα αυτά τα έκανα για να μπορέσω να τον στρέψω προς την σωστή κατεύθυνση. σου έχω πει ότι υποφέρω να είμαι μαζί του. σκέφτομαι όμως εσένα, σκέφτομαι τι θα κερδίσουμε και παίρνω δύναμη. ότι κάνω το κάνω για εμάς, για σένα"
"εντάξει, δεν θα τον πειράξω ξανά... όταν το βρει όμως..."
"τότε είναι όλος δικός σου"
"ωραία..." δεν ολοκλήρωσε την φράση της. ένας οξύς πόνος στο χέρι την έκοψε... έβγαλε μια κραυγή΄.
"τι συμβαίνει?!" και έπιασε το χέρι που έσφιγγε πάνω της. εκεί υπήρχε ένα κόψιμο, μια πληγή.
"πως έγινε αυτό?!" και οι δυο γύρισαν το κεφάλι τους προς την θάλασσα. κάτι μέσα στα νερά έλαμπε.
"αυτός το έκανε" είπε η κοπέλα με μίσος.
"πολεμά το ξόρκι σου"
"αααααααααααααααΑΑΑΑΑ" και έπεσε κάτω από τον πόνο.
το φως μέσα στην θάλασσα δυνάμωσε. ακολούθησε μια έκρηξη φωτός και νερού και μετά σκοτάδι κυριάρχησε και πάλι στα νερά.
την έπιασε και την βοήθησε να σηκωθεί. "δεν έπρεπε να ασχοληθείς ακόμα μαζί του" και την πήρε μακριά από εκεί...