φύσηξε άνεμος



Έκλεισε την πόρτα από το δωμάτιο της Άννας. Χρειαζόταν ξεκούραση και αυτός ήταν εκεί για να βοηθήσει σε ότι χρειαστεί η φίλη του. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Την έβλεπε να υποφέρει και υπέφερε και αυτός μαζί της. Σκεφτόταν ότι κάποια στιγμή η Άννα θα... ΟΧΙ, δεν το άντεχε. Άσχημο να νιώθεις ανήμπορος, άσχημο να ξέρεις ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις.

Άναψε ένα τσιγάρο, «στείλε με μαζί της» το παρακάλεσε. «πως θα αντέξω μόνος?!» σκέφτηκε.

Φύσηξε τον καπνό. Παρατηρούσε τα σχέδια που έκανε. Πάντα το έκανε αυτό όταν ήταν μόνος και πολλές φορές έπαιζε μαζί του. Αυτή την φορά απλά τον άφηνε. Ακόμη μια τζούρα και φύσηξε και άλλο καπνό έξω. Σχέδια τρελά, σχήματα, εικόνες... παιχνίδια του μυαλού ίσως, της φαντασίας του. Συνέχισε να παρατηρεί. Τι άλλο θα μπορούσε να δει εκεί μέσα. Δεν είχε κουράγιο να κάνει κάτι άλλο, απλά παρατηρούσε και ο καπνός δεν του χάλαγε χατήρι, χόρευε για αυτόν, άλλαζε, μεταμορφωνόταν. Άπλωσε το χέρι του, ο καπνός το πλησίασε, το τύλιξε.

Χαμογέλασε!

Κούνησε απότομα το χέρι και ο καπνός για μια στιγμή διαλύθηκε, επανήλθε όμως. Άρχισε να γυρίζει, να στροβιλίζεται. Κάτι άκουσε να ακούει, ένας ψίθυρος, μια φωνή από μακριά.

Δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά. Το πλησίασε, αλλά και πάλι τίποτα.

Έπρεπε να ακούσει, μάθει. Ένιωθε την ανάγκη να καταλάβει τον καπνό. Δεν τα κατάφερνε!

«μίλησε μου καθαρά» του είπε.

Κανένα αποτέλεσμα.

«μίλησε μου!» και πάλι όμως τίποτα.

«ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ!!!» απαίτησε αυτή τη φορά. Η μπαλκονόπορτα από το σαλόνι άνοιξε απότομα και άρχισε να φυσά δυνατά. Ο καπνός διαλύθηκε.

Πλησίαζε προς το μπαλκόνι. Μέσα στον άνεμο λέξεις άκουγε. Βγήκε στην βεράντα.

«πες μου» φώναξε, «σε παρακαλώ» και έσκυψε το κεφάλι του. Ο άνεμος δυνάμωσε και κάτι μέσα του ξύπνησε, μια δύναμη! Τον έπνιγε, έπρεπε να την αφήσει, να την ελευθερώσει. Δεν μπορούσε να την συγκρατήσει.

Άφησε να τον κυριεύσει, της δόθηκε!

Λέξεις άκουγε... λόγια μαγικά... η δύναμη μέσα του, η επιθυμία του διατυπωμένη:

μες της νύχτας το σκοτάδι

ο αγέρας μου μιλά

ένα δρόμο, ναι, μου δείχνει

φεύγει πάλι μακριά

βουνά και θάλασσες περνάει

το μυαλό μου οδηγεί

και να το... μαζί του εγώ τρέχω εκεί, το βλέπω...



ο άνεμος κόπασε, μαζί και οι εικόνες που στο μυαλό του έδειξε. Τώρα ήξερε που να πάει, ήξερε τι έπρεπε να βρει.



Κοίταξε γύρω του, πήρε μια βαθιά ανάσα...

«φεύγουμε για Σύρο. Το μαχαίρι είναι εκεί»