«Έφυγε». Αυτή που χάρισε τα χρόνια της για να γίνει άντρας το παιδί, πλέον δεν είναι εδώ. Η εικόνα της, το άρωμά των μαλλιών της, τα τραχιά, δουλεμένα χέρια της, το απαλό της δέρμα. Η στρουμπουλή της μορφή που έφτιαχνε μια τεράστια αγκαλιά για όλα μου τα παιδικά γέλια και δάκρυα πλέον έχει φύγει.
[...]
Μπήκα στο σπίτι της. Μπήκα όπως έμπαινα πάντα. Όχι από την κεντρική πόρτα. Από πίσω, από την πόρτα της κουζίνας. Όπως τότε που ήμουν μικρός. Που έμπαινα, «έκλεβα» λίγο από το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και το ζεστό ζυμωτό ψωμί κι ένα-δύο από τα φοντάν που έλεγε πως έχει «κρυμμένα» στο ντουλάπι της, για τους επισκέπτες, αλλά πάντα γνώριζε και γνωρίζαμε πως ήταν για μας, για τα εγγόνια της. Μπήκα και η πρώτη εικόνα που αντίκρισα πλημμύρισε τα μάτια μου με δάκρυα.
Ένα κομμάτι καρό ύφασμα ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον πάγκο της κουζίνας. Ένα κομμάτι ύφασμα που δεν έβγαζε ποτέ από πάνω της αυτή η γυναίκα που συνεχώς είχε «κάτι να κάνει». Ήταν η ποδιά της. Η ποδιά που ήταν πάντα τυλιγμένη γύρω από τη μέση της και στις τσέπες της έκρυβε μικρά δωράκια, καραμελίτσες ή ψιλά «για να πάρεις ένα παγωτό», όπως συνήθιζε να μας λέει. Η ποδιά που χόρευε ρυθμικά γύρω της, στο ρυθμό του αργού, σταθερού, βαριού βήματός της.
Και τώρα στέκεται εκεί. Άψυχη, ακίνητη. Μετά από χρόνια, επιτέλους ξεκουράζεται. Επιτέλους δε χρειάζεται να ανέχεται τη μυρωδιά του φούρνου ή το άρωμα από τα λουλούδια του κήπου, που την χάιδευαν όταν η γυναίκα που τη φορούσε έσκυβε για να μαζέψει τα λαχανικά της ή να ξεχορταριάσει τα λουλούδια της.
Στεκόταν ακίνητη. Ξεκουράζεται. Μόνη της. Χωρίς ζωή. Πόσο θα παρακαλούσε κι αυτή να μπορούσε να χορέψει για μια τελευταία φορά στο ρυθμό της γυναίκας που τη φορούσε.
Δάκρυσα. Τα πάντα ήταν πολύ «αυστηρά» τακτοποιημένα εκεί μέσα. Έλλειπε η κατσαρόλα που άχνιζε και γέμιζε το δωμάτιο γεύσεις. Έλλειπε το αλεύρι που δεν προλάβαινε ποτέ να καθαρίσει από το τραπέζι, όταν άνοιγε τα φύλλα. Έλλειπε η φλόγα από την ξυλόσομπα, που πάντα είχε μια πίτα που «θέλει λίγο ακόμα».
Μόνο το καντηλάκι, πάνω από το ψυγείο, έριχνε το φως του στις εικονίτσες που το αγκάλιαζαν. Όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν δικά της. Δεν ήταν όπως τα ήθελε και όπως τα είχε αυτή. Ακόμα και ο αέρας μύριζε διαφορετικά. Άδειος. Άγνωστος. Ξένος.
«Phoebus, έλα μην κλαις. Πάμε να την δεις…» άκουσα μια φωνή, κάπου πίσω μου. Γύρισα, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος ήταν. Τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια μου. «Πάμε γλυκέ μου. Μέσα είναι. Στο σαλόνι» είπε η φωνή της μεγαλύτερης από τις κόρες της και ένιωσα τα δάχτυλά της να τυλίγονται γύρω από το μπράτσο μου.
«Πρόσεξε το σκαλάκι». Όχι! Μην το λες αυτό! Δε θέλω να το προσέξω. Θέλω να σκοντάψω, όπως τότε που σκόνταφτα μικρός, επίτηδες και έβαζα τα κλάματα για να πάρω ένα από τα «δωράκια» που είχε στις τσέπες της, σαν «παρηγοριά».
Δε θέλω να προσέξω! Θέλω να σκοντάψω και τώρα. Επίτηδες πάλι. Και αυτή τη φορά να πονέσω και να κλάψω τόσο δυνατά, ώστε να με ακούσει. Να με ακούσει, μήπως και μπορέσω να την κάνω να έρθει ξανά τρέχοντας, να με σηκώσει και να με πάρει στην αγκαλιά της. Να μου φιλήσει το γόνατο και να μου δώσει το «δωράκι» μου.
«Πάμε γλυκέ μου» μου είπε καθώς με οδηγούσε μέσα από το δωμάτιο που ενώνει την κουζίνα με το σαλόνι. Το δωμάτιο που είχε τις φωτογραφίες της, το ακριβό το σερβίτσιο, τη ντουλάπα με τα «χειμωνιάτικα» και δύο κρεβάτια, πάντα στρωμένα για κάποιο από τα εγγόνια που θα έμενε εκεί το βράδυ.
Μύριζε κι αυτό διαφορετικά. Είχε χάσει το άρωμα της δροσερής πέτρας που είχε. Ο αέρας μύριζε καπνό, ζέστη και …θυμίαμα. Η πόρτα για το σαλόνι ήταν ακριβώς μπροστά μου. Κλειστή. «Άνοιξέ την». Τράβηξα χωρίς δύναμη το πόμολο. Άνοιξε! Γιατί άνοιξε; Δεν ήθελα να ανοίξει. Ποτέ δεν άνοιγε εύκολα. Γιατί άνοιξε τώρα που δεν το θέλω;
«Πάμε, αγόρι μου. Πάμε να την δεις και να σε δει». Πέρασα μέσα. Πέρασα χωρίς πρώτα να κρεμαστώ από την πόρτα, όπως παλιά, να χώσω το κεφάλι μου στο άνοιγμα και να φωνάξω δυνατά «γιαγιά!!» μήπως την τρομάξω και καταφέρω να την αποσπάσω από την ιεροτελεστία που έκανε κάθε βράδυ με το τσιγκελάκι και την κατάλευκη κλωστή. Απλά μπήκα μέσα. Και το κορίτσι μου ήταν εκεί! Στη μέση, ξαπλωμένη, με τόσα πολλά λουλούδια γύρω της. Με τα λουλούδια που τόσο αγαπούσε. Ήταν εκεί. Φορούσε το «ταγιεράκι το καλό», που το κρατούσε «φυλαγμένο για το πτυχίο μου και τους γάμους μας». Τα γκρίζα μαλλάκια της χτενισμένα, όπως την Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία. Ήταν εκεί. Γαλήνια, ήρεμη. Και γύρω της μορφές μαυροντυμένες, που με το κλάμα τους προσπαθούσαν να την ξυπνήσουν.
Έτρεξα. Βρέθηκα δίπλα της. Πήρα τα κρύα χέρια της μέσα στα δικά μου. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο δικό της. «Πώς είναι το ποδαράκι σου σήμερα;». Πονούσε κάθε που άλλαζε ο καιρός και της είχα υποσχεθεί «να γίνω γιατρός να της το γιατρέψω». «Και να γίνεις γρήγορα! Πριν παντρευτεί ο ξάδερφός σου. Θέλω να χορέψω στο γάμο του», μου έλεγε κάθε φορά που με έβλεπε.
«Ήρθα, κορίτσι μου, αλλά σήμερα δε θα στρώσεις το τραπέζι να φάμε. Ένας κόμπος στο λαιμό με πνίγει και δε μ’ αφήνει να καταπιώ. Ήρθα να σε δω λίγο» . Τον τελευταίο καιρό την έβλεπα μόνο τόσο λίγο. «Μην προσπαθήσεις να μου μιλήσεις. Είναι σαν να σε ακούω να μου λες να διαβάζω και να φυλάγομαι, να τρώω και να ντύνομαι καλά. Μην προσπαθήσεις όμως να μου μιλήσεις. Κοιμήσου να ξεκουραστείς. Ο καρκίνος έκανε τις τελευταίες σου μέρες δύσκολες. Πονούσες, φοβόσουν. Ίσως και να ήξερες ότι πλησίαζε. Συγχώρεσέ με που δεν ήμουν εκεί, να σου πω να μη φοβάσαι, όπως τότε, όταν βγήκες από το χειρουργείο και σε περίμενα. Συγχώρεσέ με! Δεν ήξερα πόσο πολύ πονούσες και φοβόσουν τις τελευταίες δέκα μέρες. Κανείς δε μου το είπε, για να μην πληγωθώ.
»Όμως τώρα είμαι εδώ, γλυκιά μου. Είμαι εδώ για να σου πω πως σ’ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ για τα χρόνια που μου χάρισες, για τα παραμύθια που μου έλεγες, για τα παιχνίδια που μου έμαθες, για τα δώρα και τα γλυκά που με κακομάθαινες να περιμένω. Σ’ ευχαριστώ που πίστευες σε μένα και περίμενες πολλά από μένα. Σ’ ευχαριστώ που εσύ μου έδωσες περισσότερα. Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς. Κι εγώ σ’ αγαπώ!
»Να προσέχεις εκεί που θα πας τώρα, κορίτσι μου! Να προσέχεις, να μας θυμάσαι και να μας αγαπάς για πάντα»
Κι εμείς αυτό θα κάνουμε...