Παραλείπω ένα μεγάλο μέρος του παρελθόντος (ή μάλλον προσωρινά προτιμώ να κρατήσω για μένα, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα το παρουσιάσω σιγά-σιγά) και μπαίνω στο κυρίως θέμα.
Ήταν Πέμπτη βράδυ – 23.30, όταν μιλήσαμε. Ο Γ., τελειόφοιτος συμφοιτητής στο τμήμα των Αθηνών, γύρω στα 25, μου έστειλε μήνυμα σε γνωστό site γνωριμιών, έχοντας ένα πολύ promising profile, που σε κάνει να φοβάσαι να στείλεις μήπως το ίδιο το site γελάσει με το θράσος που έχεις. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το – κουρασμένο από τις πολλούς φαύλους κύκλους – μυαλό μου ήταν «άλλος ένας θα προστεθεί στη λίστα του msn».
Έτσι κι έγινε! Ο Γ. βρέθηκε στις επαφές μου και ξεκίνησε ένας τυπικός διάλογος: «Ποιος είσαι, πως είσαι, τι ψάχνεις». Φαινόταν πως τελικά δεν είχα πέσει και πολύ έξω. Καμιά διαφορά από τους υπόλοιπους. Όταν ξαφνικά είπε αυτό που για πρώτη φορά άκουγα, χωρίς να το ζητήσω: «δε με νοιάζει τι μπορεί να συμβεί, απλά θέλω να με αφήσεις να περάσω μαζί σου ένα βράδυ, να σου κάνω έρωτα και μετά να σε κοιμίσω στην αγκαλιά μου».
Αν είχα γράψει όσα αφήνω για αργότερα, τα κτερίσματα του παρελθόντος μου, θα καταλάβαινες ότι οι λέξεις αυτές ήχησαν αρχικά σαν την καμπάνα της Παναγίας των Παρισίων μέσα στο μυαλό μου. Ένας ήχος δυνατός που σου τρυπάει το κεφάλι, κι όμως ο ήχος από κάτι όμορφο, ιερό και γλυκό. Μια έκρηξη που αντί να σκορπάει συντρίμμια, γεμίζει τον αέρα με ροδοπέταλα.
Γρήγορα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συνεχίσαμε την κουβέντα μας με έναν πιο intimate τρόπο. Επί τρεις ώρες μιλούσαμε. Χωρίς να σταματήσουμε. Είπαμε για πάρα πολλά πράγματα. Μου μιλούσε για όσα έχει κάνει, για τα σχολή, για τον εαυτό του… ήταν σαν να τον ήξερα και απλά να μου θυμίζει κάποια πράγματα που είχα ξεχάσει γι’ αυτόν.
Ήθελε να έρθει να με δει το σαββατοκύριακο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να επιτρέψω κάτι τέτοιο. Πολλές από τις αλυσίδες που με τραβούσαν πίσω δεν είχαν σπάσει και κάποιοι φόβοι μου επέβαλλαν να του αρνηθώ. Γι’ αυτό και του είπα μονολεκτικά «έλα».
Την Παρασκευή επίσης μιλήσαμε στο τηλέφωνο και αυτή τη φορά το ήξερα πως ήθελα να έρθει. Δεν ξέρω αν ήταν η περιέργεια να τον δω από κοντά, δεν ξέρω αν ήταν η πρόκληση του να πείσω κάποιον που με γνωρίζει τόσο λίγο να κάνει μια απόσταση τεσσάρων ωρών για να με δει. Δεν ήξερα αν ήταν το ρίσκο του να φιλοξενήσω κάποιον που γνώριζα ελάχιστα. Όμως το ήθελα. Το ήθελα, το ζήτησα και το δέχτηκε.
Σάββατο απόγευμα, μετά από ένα ταξίδι γεμάτο καθυστερήσεις και ταλαιπωρία (γιατί όπως είναι και το σλόγκαν «ο ΟΣΕ οδηγεί προς το μέλλον») ο Γ. ήταν στη Λάρισα κι εγώ στο σταθμό του ΟΣΕ να τον περιμένω γεμάτος αγωνία. Φορούσα τα ίδια ρούχα με αυτά που φορούσα στη φωτογραφία που του έστειλα. Κατέβηκε από το βαγόνι και ήταν …πανέμορφος.
Δεν ήταν το μοντέλο, που περνάει και κοιτάζουν όλοι, άντρες-γυναίκες. Απλά είχε αυτό το κάτι, που για το δικό μου γούστο, είναι must. «Καλά πάμε για αρχή» σκέφτηκα. Χαιρετηθήκαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι μου, να αφήσει τα πράγματά του. (Σημείωση: εντύπωση μου έκανε που δε δεχόταν να κουβαλήσω εγώ τα πράγματα του και εντύπωση –όπως μου είπε- του έκανε που επέμενα να το κάνω. Τελικά πέρασε το δικό μου.)
Στο δρόμο μιλούσαμε. Περί ανέμων και υδάτων. «Ω Θεοί του Ολύμπου! Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου» σκέφτηκα. Θα μπαίναμε στο σπίτι, θα μου έλεγε πως δεν ήμουν όπως ακριβώς με περίμενε και θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο σαν δύο καλά φιλαράκια. Δε βαριέσαι! Shit happens (Ok! But why do they have to happen again and again?)
Μπήκαμε στο ασανσέρ. Πάτησα το 3 και κάρφωσα το βλέμμα στο πάτωμα. Μη με ρωτήσεις! Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Απλά φαίνεται να περνάει γρηγορότερα η ώρα έτσι.
Ένιωσα τα χέρια του στους ώμους μου. Μου τίναξε το κεφάλι ψηλά και πριν προλάβω να σηκώσω τα μάτια μου, ένιωθα δύο υγρά και απαλά χείλη να αγγίζουν τα δικά μου. «Παρακαλώ;» ρώτησα τον εαυτό μου.
[...]
Το σαββατοκύριακο κύλησε τόσο γρήγορα. Τρεις λέξεις μόνο θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν. Ένταση. Πάθος. Τρυφερότητα. Και ξαφνικά βρέθηκα να τον αποχαιρετάω στο σταθμό του ΟΣΕ, Κυριακή απόγευμα, δύο ώρες αργότερα από την ώρα που έγραφε επάνω το εισιτήριο του (δεν ξέρω αν ο ΟΣΕ τελικά οδηγεί προς το μέλλον, αλλά αυτή η καθυστέρηση δε με πείραξε καθόλου).
Τρίτη σήμερα. Τα βράδια της Κυριακής και της Δευτέρας πέρασαν με το τηλέφωνο αγκαλιά (δυστυχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας είμαστε πολύ πιεσμένοι και οι δύο και η μοναδική πολυτέλεια επικοινωνίας που έχουμε είναι τα SMS).
Το περιστατικό εννοείται πως συζητήθηκε στην παρέα. Αλλά οι γνώμες που έπεσαν στο τραπέζι ήταν ομόφωνες και πολύ επιτακτικές: «πρόσεξε να μην ξαναπληγωθείς»
Αποφάσισα να προσέξω. Μήπως όμως έτσι χάνω όσα θα μπορούσα να νιώσω; Μήπως έτσι δεν είμαι αρκετά ειλικρινής απέναντί του; Μήπως δεν είμαι ειλικρινής απέναντι σε μένα; Μήπως ξέχασα να πάρω το lexotanil;
Η αυτοψία θα δείξει…
Ήταν Πέμπτη βράδυ – 23.30, όταν μιλήσαμε. Ο Γ., τελειόφοιτος συμφοιτητής στο τμήμα των Αθηνών, γύρω στα 25, μου έστειλε μήνυμα σε γνωστό site γνωριμιών, έχοντας ένα πολύ promising profile, που σε κάνει να φοβάσαι να στείλεις μήπως το ίδιο το site γελάσει με το θράσος που έχεις. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το – κουρασμένο από τις πολλούς φαύλους κύκλους – μυαλό μου ήταν «άλλος ένας θα προστεθεί στη λίστα του msn».
Έτσι κι έγινε! Ο Γ. βρέθηκε στις επαφές μου και ξεκίνησε ένας τυπικός διάλογος: «Ποιος είσαι, πως είσαι, τι ψάχνεις». Φαινόταν πως τελικά δεν είχα πέσει και πολύ έξω. Καμιά διαφορά από τους υπόλοιπους. Όταν ξαφνικά είπε αυτό που για πρώτη φορά άκουγα, χωρίς να το ζητήσω: «δε με νοιάζει τι μπορεί να συμβεί, απλά θέλω να με αφήσεις να περάσω μαζί σου ένα βράδυ, να σου κάνω έρωτα και μετά να σε κοιμίσω στην αγκαλιά μου».
Αν είχα γράψει όσα αφήνω για αργότερα, τα κτερίσματα του παρελθόντος μου, θα καταλάβαινες ότι οι λέξεις αυτές ήχησαν αρχικά σαν την καμπάνα της Παναγίας των Παρισίων μέσα στο μυαλό μου. Ένας ήχος δυνατός που σου τρυπάει το κεφάλι, κι όμως ο ήχος από κάτι όμορφο, ιερό και γλυκό. Μια έκρηξη που αντί να σκορπάει συντρίμμια, γεμίζει τον αέρα με ροδοπέταλα.
Γρήγορα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συνεχίσαμε την κουβέντα μας με έναν πιο intimate τρόπο. Επί τρεις ώρες μιλούσαμε. Χωρίς να σταματήσουμε. Είπαμε για πάρα πολλά πράγματα. Μου μιλούσε για όσα έχει κάνει, για τα σχολή, για τον εαυτό του… ήταν σαν να τον ήξερα και απλά να μου θυμίζει κάποια πράγματα που είχα ξεχάσει γι’ αυτόν.
Ήθελε να έρθει να με δει το σαββατοκύριακο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να επιτρέψω κάτι τέτοιο. Πολλές από τις αλυσίδες που με τραβούσαν πίσω δεν είχαν σπάσει και κάποιοι φόβοι μου επέβαλλαν να του αρνηθώ. Γι’ αυτό και του είπα μονολεκτικά «έλα».
Την Παρασκευή επίσης μιλήσαμε στο τηλέφωνο και αυτή τη φορά το ήξερα πως ήθελα να έρθει. Δεν ξέρω αν ήταν η περιέργεια να τον δω από κοντά, δεν ξέρω αν ήταν η πρόκληση του να πείσω κάποιον που με γνωρίζει τόσο λίγο να κάνει μια απόσταση τεσσάρων ωρών για να με δει. Δεν ήξερα αν ήταν το ρίσκο του να φιλοξενήσω κάποιον που γνώριζα ελάχιστα. Όμως το ήθελα. Το ήθελα, το ζήτησα και το δέχτηκε.
Σάββατο απόγευμα, μετά από ένα ταξίδι γεμάτο καθυστερήσεις και ταλαιπωρία (γιατί όπως είναι και το σλόγκαν «ο ΟΣΕ οδηγεί προς το μέλλον») ο Γ. ήταν στη Λάρισα κι εγώ στο σταθμό του ΟΣΕ να τον περιμένω γεμάτος αγωνία. Φορούσα τα ίδια ρούχα με αυτά που φορούσα στη φωτογραφία που του έστειλα. Κατέβηκε από το βαγόνι και ήταν …πανέμορφος.
Δεν ήταν το μοντέλο, που περνάει και κοιτάζουν όλοι, άντρες-γυναίκες. Απλά είχε αυτό το κάτι, που για το δικό μου γούστο, είναι must. «Καλά πάμε για αρχή» σκέφτηκα. Χαιρετηθήκαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι μου, να αφήσει τα πράγματά του. (Σημείωση: εντύπωση μου έκανε που δε δεχόταν να κουβαλήσω εγώ τα πράγματα του και εντύπωση –όπως μου είπε- του έκανε που επέμενα να το κάνω. Τελικά πέρασε το δικό μου.)
Στο δρόμο μιλούσαμε. Περί ανέμων και υδάτων. «Ω Θεοί του Ολύμπου! Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου» σκέφτηκα. Θα μπαίναμε στο σπίτι, θα μου έλεγε πως δεν ήμουν όπως ακριβώς με περίμενε και θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο σαν δύο καλά φιλαράκια. Δε βαριέσαι! Shit happens (Ok! But why do they have to happen again and again?)
Μπήκαμε στο ασανσέρ. Πάτησα το 3 και κάρφωσα το βλέμμα στο πάτωμα. Μη με ρωτήσεις! Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Απλά φαίνεται να περνάει γρηγορότερα η ώρα έτσι.
Ένιωσα τα χέρια του στους ώμους μου. Μου τίναξε το κεφάλι ψηλά και πριν προλάβω να σηκώσω τα μάτια μου, ένιωθα δύο υγρά και απαλά χείλη να αγγίζουν τα δικά μου. «Παρακαλώ;» ρώτησα τον εαυτό μου.
[...]
Το σαββατοκύριακο κύλησε τόσο γρήγορα. Τρεις λέξεις μόνο θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν. Ένταση. Πάθος. Τρυφερότητα. Και ξαφνικά βρέθηκα να τον αποχαιρετάω στο σταθμό του ΟΣΕ, Κυριακή απόγευμα, δύο ώρες αργότερα από την ώρα που έγραφε επάνω το εισιτήριο του (δεν ξέρω αν ο ΟΣΕ τελικά οδηγεί προς το μέλλον, αλλά αυτή η καθυστέρηση δε με πείραξε καθόλου).
Τρίτη σήμερα. Τα βράδια της Κυριακής και της Δευτέρας πέρασαν με το τηλέφωνο αγκαλιά (δυστυχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας είμαστε πολύ πιεσμένοι και οι δύο και η μοναδική πολυτέλεια επικοινωνίας που έχουμε είναι τα SMS).
Το περιστατικό εννοείται πως συζητήθηκε στην παρέα. Αλλά οι γνώμες που έπεσαν στο τραπέζι ήταν ομόφωνες και πολύ επιτακτικές: «πρόσεξε να μην ξαναπληγωθείς»
Αποφάσισα να προσέξω. Μήπως όμως έτσι χάνω όσα θα μπορούσα να νιώσω; Μήπως έτσι δεν είμαι αρκετά ειλικρινής απέναντί του; Μήπως δεν είμαι ειλικρινής απέναντι σε μένα; Μήπως ξέχασα να πάρω το lexotanil;
Η αυτοψία θα δείξει…