«Εντάξει νινί μου;»

Με πήρε τηλέφωνο σήμερα ένας φίλος, ο Α. Δεν ήταν καλά. Τον άφησα να μου πει τι συνέβη…

«Μπήκα χτες το βράδυ στο σπίτι. Ήταν εκεί (το αγόρι του), γιατί τα φώτα ήταν ανοιχτά. Πήγα προς το δωμάτιο μας. Προσπάθησα να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, γιατί ήταν αργά και δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Πριν ανοίξω την πόρτα, κοντοστάθηκα. Τον άκουσα που μιλούσε στο τηλέφωνο και δεν ήθελα να τον τρομάξω. Τον άκουσα: «Καληνύχτα! Θα τα πούμε αύριο! Εντάξει νινί μου;» Άκουσα καλά; Μήπως δεν άκουσα σωστά; Μήπως είπε κάτι άλλο;»

Και κάπως έτσι κατέρρευσε μπροστά του ένα παλάτι που είχε χτίσει. Ούτε από τη ριπή ενός ανέμου, ούτε από το κτύπημα ενός κεραυνού. Κατέρρευσε από μια απλή φράση «νινί μου». Αυτή η τόσο όμορφη φράση που άλλες φορές τον έκανε να νιώθει ότι πετάει στα ουράνια, τώρα του έδενε αλυσίδες σιδερένιες, σκουριασμένες από τα δάκρυα που θα ακολουθήσουν. Τον κρατούσε τόσο δυνατά στη γη που ένιωθε πως δεν είχε πλέον ανάστημα. Πως ήταν ένα με τη θεμέλια ουσία αυτού του κόσμου. Ένα με το νεκρό χώμα.

Πώς μπορεί μια λέξη να μας δημιουργήσει τόσα πολλά συναισθήματα! Πώς μπορεί μια κατάσταση να μας δημιουργήσει τόσα πολλά συναισθήματα! Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να μας δημιουργήσει τόσα πολλά συναισθήματα! Πώς μπορεί ένα ψέμα να μας δημιουργήσει τόσα πολλά συναισθήματα!

Περισσότερο ή λιγότερο όλοι μας επιλέγουμε το ψέμα. Άλλοι απλά κλείνουμε τα μάτια και δε θέλουμε να το δούμε και άλλοι απλά το δημιουργούμε γύρω μας για να κρύψουμε τις ανομίες μας. Πάντως κάποια στιγμή στη ζωή μας όλοι έχουμε περάσει και από τις δύο καταστάσεις.

Γιατί όμως να κλείσεις τα μάτια και να ορμήσεις με φόρα πάνω σε ένα σκληρό, πέτρινο τοίχο; Πάνω στο ψέμα.
Γιατί έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε πως μας σκέφτονται. Πως μας νοιάζονται. Πως μας αγαπούν. Και όταν τα πράγματα γύρω μας ουρλιάζουν πως αυτό παύει να ισχύει, όταν οι καταστάσεις τσιρίζουν μέσα στο μυαλό μας, εμείς απλά κλείνουμε μάτια και αυτιά, κάνουμε το σταυρό μας και τρέχουμε! Τρέχουμε με φόρα να γλιτώσουμε από τη λογική που τριβολίζει το μυαλό και ορμάμε στο ψέμα.
Η αλήθεια πονάει. Πονάει τόσο που επιλέγουμε να πληγωθούμε μόνοι μας κι ας ανοίξουμε πληγές που θα αργήσουν περισσότερο να γιατρευτούν. Κερδίζουμε χρόνο. Χρόνο για να προετοιμαστούμε για τον πόνο. Λες και μπορούμε να το κάνουμε. Χτίζουμε τείχη προστατευτικά γύρω μας, φτιαγμένα από την πιο λεπτοφυή και σαθρή ουσία που έπλασε η φύση. Το ψέμα. Και όταν τα τείχη αυτά προσβληθούν από την αλήθεια -που αργά ή γρήγορα θα έρθει-, πονάμε.
Είναι άραγε τόσο κουτό όσο ακούγεται; Ίσως! Το σίγουρο είναι πως κάποιες φορές είναι η μόνη λύση. Όταν κάποιες στιγμές έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη να έχεις δίπλα σου κάποιον. Κάποιον άλλο πέρα από τον σκληρό καθρέφτη που βλέπει μόνο τα πάθη και τα λάθη σου, τότε ίσως και να επιλέξεις το ψέμα. Όπιο. Ναρκωτικό. Καταπραϋντικό. Εθιστικό. Σκληρό. Κακό. Βίαιο. Κι όμως τόσο γλυκό. Τόσο γλυκό που καμιά φορά μας μεθάει η γεύση του και ξεχνάμε ότι είναι ψεύτικο.

Από την άλλη, για ποιο λόγο να κρύψεις τις ανομίες σου; Για ποιο λόγο να φτιάξεις ένα διάφανο κουκούλι από ψέμα και να τις φυλάξεις μέσα; Αφού το ξέρεις πως αργά η γρήγορα θα αποκαλυφθούν. Και, κατ’ αρχάς, για ποιο λόγο να κρύψεις αυτό που συνειδητά κάνεις; «για να μην πληγώσω τον άλλο» «για να του το πω όταν είμαι έτοιμος» «δεν είμαι σίγουρος» «ίσως να κάνω λάθος»
Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις; Αν όχι τον ίδιο σου τον εαυτό, τότε ποιον; Αν υπήρξε λόγος να δημιουργηθεί ένα ψέμα, ο λόγος αυτός μάλλον είναι πολύ δυνατός ώστε να αφήνει μέσα μας αμφιβολίες.
Η φράση που κάποτε άκουσα από μια φίλη «όταν τα έκανε δεν ντρεπόταν;» κρύβει μια μεγάλη ποσότητα αλήθειας μέσα της. Για ποιο λόγο να δημιουργήσουμε ένα ψέμα; Αν όλα μέσα μας έχουν τελειώσει, τότε ποιος ο λόγος να συνεχίζουμε να κατοικούμε στο ίδιο κάστρο. Τη στιγμή μάλιστα που εμείς οι ίδιοι οπλίζουμε τους πολιορκητικούς στρατούς γύρω του με όπλα δυνατά, όπως το ψέμα;
Κι αν, έχουμε μετανιώσει για μια στιγμή αδυναμίας, τότε ποιος ο λόγος να δημιουργήσουμε ένα ψέμα, αντί να παραδεχτούμε το λάθος μας και να δεχτούμε τις συνέπειες. Σχεδόν πάντα είναι από πριν γνωστές και αποτελούν μέρος τις διαδικασίας λήψης της απόφασης.

Τελικά ο Α. επέλεξε να μην κλείσει τα μάτια! Επέλεξε να πονέσει, αλλά να πάρει αυτό που του άξιζε. Μια εξήγηση κι ένα τέλος. Ένα τέλος που σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Πτωχή σε ψέματα και πλούσια σε ανακαλύψεις, εμπειρίες και ταξίδι στην αναζήτηση.

Γλυκέ μου Α, σου αφιερώνω το τραγούδι που άκουγα όσο έγραφα αυτό το post.

Αλαλούμ

Πρωινό ξύπνημα στις 14.30. Σηκώνομαι, δοντάκια, ματάκια, λίγο σαπούνι προσώπου. Μετά κουζίνα, ποτήρι, μια κουταλιά καφέ σε λίγο νερό, «βζζζζζζζζζ», πάγος και νερό. Κάθομαι για την πρωινή μου ενημέρωση στο internet. Ξύπνησα και ένιωθα τόσο ασφαλής. Όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες είχαν φέρει τα πάνω κάτω μέσα μου και είχαν κάνει αυτήν την καθημερινή ρουτίνα να μοιάζει με «χαμένη αθωότητα».

Διαβάζω για αστυνομικούς που ξυλοφορτώνουν αλλοδαπούς και γυρίζουν βίντεο, επηρεασμένοι από τις Hollywood-ιανές υπερπαραγωγές.
Διαβάζω για άλλους αστυνομικούς που πυροβολούνται μεταξύ τους, γιατί οι συνάδελφοί τους τους έκλεψαν το σενάριο.
Διαβάζω για άρρωστους παπάδες, που νοσηλεύονται με βασιλικές ανέσεις και τους επισκέπτονται παγώνια με πλουμιστά φτερά, τη στιγμή που το ποίμνιο το οποίο «υπηρετούν» καρδιοχτυπά και …προσεύχεται να μη χρειαστεί να βρεθεί σε νοσοκομείο και καταλήξει παραπεταμένο σε κανένα ράντσο.
Διαβάζω για κόμματα, ψαλίδες και «λαϊκή ετυμηγορία» και νιώθω ότι η γνώμη μου έχει μεγαλύτερη αξία στην κάλπη μιας εταιρίας δημοσκοπήσεων παρά τη στιγμή που ασκώ τα «δημοκρατικά μου δικαιώματα».
Διαβάζω για υπουργούς και «μπράβους», που μένουν ελεύθεροι (είπαμε, τα διωκτικά όργανα είναι απασχολημένα με την κινηματογράφηση των υπερπαραγωγών τους).
Διαβάζω για παραδικαστικά κυκλώματα και γιατρούς που η «ηθική» τους δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευθούν το λειτούργημά τους και να πάρουν φακελάκια και γι’ αυτό το ρίχνουν στην τοκογλυφία.

Το βλέπω μόνο εγώ ή όλοι γύρω μου έχουν αρχίσει να τρελαίνονται; Μήπως η χαμένη αθωότητα στην οποία ήθελα να επιστρέψω με τον καφέ και το τσιγάρο, πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, τελικά είναι ένα μεγάλο τσίρκο, με πρωταγωνιστή την ύπουλη κακία, την ατιμώρητη και επιτρεπόμενη διαφθορά; Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Πόσοι από τους πρωταγωνιστές όλων αυτών, την ώρα του σχολικού μαθήματος που μας έλεγαν «μην κάνεις στον άλλο ό,τι δε θέλεις να σου κάνουν» ήταν στις τουαλέτες και κάπνιζαν; Πόσο δύσκολο είναι να χτίσεις τα παλάτια σου, χωρίς να κλέβεις από τα παλάτια των άλλων;

Αρκετά διάβασα για σήμερα. Καλύτερα να βάλω ένα τραγουδάκι και να γυρίσω στον δικό μου κόσμο. Πες με ονειροπόλο. Πες με κουτό που δε θέλω να βλέπω την πραγματικότητα. Αλλά αν πρέπει να παίξω με τέτοιους κανόνες, τότε καλύτερα να μείνω εκτός παιχνιδιού.

Λίγο χώμα, παρακαλώ, να χώσω μέσα το κεφάλι μου και το κακό θα περάσει... Δε θα περάσει;









Έφυγε...

Πώς μπορεί ένα τηλεφώνημα να σου αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή; Πώς μπορούν όσα μέχρι χθες θεωρούσες δεδομένα, να τα δεις να καταρρέουν μπροστά σου, καθρέφτης που ράγισε και έσπασε σε κομμάτια πάνω στο βρεγμένο χώμα της ψυχής;
«Έφυγε». Αυτή που χάρισε τα χρόνια της για να γίνει άντρας το παιδί, πλέον δεν είναι εδώ. Η εικόνα της, το άρωμά των μαλλιών της, τα τραχιά, δουλεμένα χέρια της, το απαλό της δέρμα. Η στρουμπουλή της μορφή που έφτιαχνε μια τεράστια αγκαλιά για όλα μου τα παιδικά γέλια και δάκρυα πλέον έχει φύγει.

[...]

Μπήκα στο σπίτι της. Μπήκα όπως έμπαινα πάντα. Όχι από την κεντρική πόρτα. Από πίσω, από την πόρτα της κουζίνας. Όπως τότε που ήμουν μικρός. Που έμπαινα, «έκλεβα» λίγο από το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και το ζεστό ζυμωτό ψωμί κι ένα-δύο από τα φοντάν που έλεγε πως έχει «κρυμμένα» στο ντουλάπι της, για τους επισκέπτες, αλλά πάντα γνώριζε και γνωρίζαμε πως ήταν για μας, για τα εγγόνια της. Μπήκα και η πρώτη εικόνα που αντίκρισα πλημμύρισε τα μάτια μου με δάκρυα.

Ένα κομμάτι καρό ύφασμα ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στον πάγκο της κουζίνας. Ένα κομμάτι ύφασμα που δεν έβγαζε ποτέ από πάνω της αυτή η γυναίκα που συνεχώς είχε «κάτι να κάνει». Ήταν η ποδιά της. Η ποδιά που ήταν πάντα τυλιγμένη γύρω από τη μέση της και στις τσέπες της έκρυβε μικρά δωράκια, καραμελίτσες ή ψιλά «για να πάρεις ένα παγωτό», όπως συνήθιζε να μας λέει. Η ποδιά που χόρευε ρυθμικά γύρω της, στο ρυθμό του αργού, σταθερού, βαριού βήματός της.

Και τώρα στέκεται εκεί. Άψυχη, ακίνητη. Μετά από χρόνια, επιτέλους ξεκουράζεται. Επιτέλους δε χρειάζεται να ανέχεται τη μυρωδιά του φούρνου ή το άρωμα από τα λουλούδια του κήπου, που την χάιδευαν όταν η γυναίκα που τη φορούσε έσκυβε για να μαζέψει τα λαχανικά της ή να ξεχορταριάσει τα λουλούδια της.

Στεκόταν ακίνητη. Ξεκουράζεται. Μόνη της. Χωρίς ζωή. Πόσο θα παρακαλούσε κι αυτή να μπορούσε να χορέψει για μια τελευταία φορά στο ρυθμό της γυναίκας που τη φορούσε.

Δάκρυσα. Τα πάντα ήταν πολύ «αυστηρά» τακτοποιημένα εκεί μέσα. Έλλειπε η κατσαρόλα που άχνιζε και γέμιζε το δωμάτιο γεύσεις. Έλλειπε το αλεύρι που δεν προλάβαινε ποτέ να καθαρίσει από το τραπέζι, όταν άνοιγε τα φύλλα. Έλλειπε η φλόγα από την ξυλόσομπα, που πάντα είχε μια πίτα που «θέλει λίγο ακόμα».

Μόνο το καντηλάκι, πάνω από το ψυγείο, έριχνε το φως του στις εικονίτσες που το αγκάλιαζαν. Όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν δικά της. Δεν ήταν όπως τα ήθελε και όπως τα είχε αυτή. Ακόμα και ο αέρας μύριζε διαφορετικά. Άδειος. Άγνωστος. Ξένος.

«Phoebus, έλα μην κλαις. Πάμε να την δεις…» άκουσα μια φωνή, κάπου πίσω μου. Γύρισα, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος ήταν. Τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια μου. «Πάμε γλυκέ μου. Μέσα είναι. Στο σαλόνι» είπε η φωνή της μεγαλύτερης από τις κόρες της και ένιωσα τα δάχτυλά της να τυλίγονται γύρω από το μπράτσο μου.

«Πρόσεξε το σκαλάκι». Όχι! Μην το λες αυτό! Δε θέλω να το προσέξω. Θέλω να σκοντάψω, όπως τότε που σκόνταφτα μικρός, επίτηδες και έβαζα τα κλάματα για να πάρω ένα από τα «δωράκια» που είχε στις τσέπες της, σαν «παρηγοριά».

Δε θέλω να προσέξω! Θέλω να σκοντάψω και τώρα. Επίτηδες πάλι. Και αυτή τη φορά να πονέσω και να κλάψω τόσο δυνατά, ώστε να με ακούσει. Να με ακούσει, μήπως και μπορέσω να την κάνω να έρθει ξανά τρέχοντας, να με σηκώσει και να με πάρει στην αγκαλιά της. Να μου φιλήσει το γόνατο και να μου δώσει το «δωράκι» μου.

«Πάμε γλυκέ μου» μου είπε καθώς με οδηγούσε μέσα από το δωμάτιο που ενώνει την κουζίνα με το σαλόνι. Το δωμάτιο που είχε τις φωτογραφίες της, το ακριβό το σερβίτσιο, τη ντουλάπα με τα «χειμωνιάτικα» και δύο κρεβάτια, πάντα στρωμένα για κάποιο από τα εγγόνια που θα έμενε εκεί το βράδυ.

Μύριζε κι αυτό διαφορετικά. Είχε χάσει το άρωμα της δροσερής πέτρας που είχε. Ο αέρας μύριζε καπνό, ζέστη και …θυμίαμα. Η πόρτα για το σαλόνι ήταν ακριβώς μπροστά μου. Κλειστή. «Άνοιξέ την». Τράβηξα χωρίς δύναμη το πόμολο. Άνοιξε! Γιατί άνοιξε; Δεν ήθελα να ανοίξει. Ποτέ δεν άνοιγε εύκολα. Γιατί άνοιξε τώρα που δεν το θέλω;

«Πάμε, αγόρι μου. Πάμε να την δεις και να σε δει». Πέρασα μέσα. Πέρασα χωρίς πρώτα να κρεμαστώ από την πόρτα, όπως παλιά, να χώσω το κεφάλι μου στο άνοιγμα και να φωνάξω δυνατά «γιαγιά!!» μήπως την τρομάξω και καταφέρω να την αποσπάσω από την ιεροτελεστία που έκανε κάθε βράδυ με το τσιγκελάκι και την κατάλευκη κλωστή. Απλά μπήκα μέσα. Και το κορίτσι μου ήταν εκεί! Στη μέση, ξαπλωμένη, με τόσα πολλά λουλούδια γύρω της. Με τα λουλούδια που τόσο αγαπούσε. Ήταν εκεί. Φορούσε το «ταγιεράκι το καλό», που το κρατούσε «φυλαγμένο για το πτυχίο μου και τους γάμους μας». Τα γκρίζα μαλλάκια της χτενισμένα, όπως την Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία. Ήταν εκεί. Γαλήνια, ήρεμη. Και γύρω της μορφές μαυροντυμένες, που με το κλάμα τους προσπαθούσαν να την ξυπνήσουν.

Έτρεξα. Βρέθηκα δίπλα της. Πήρα τα κρύα χέρια της μέσα στα δικά μου. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο δικό της. «Πώς είναι το ποδαράκι σου σήμερα;». Πονούσε κάθε που άλλαζε ο καιρός και της είχα υποσχεθεί «να γίνω γιατρός να της το γιατρέψω». «Και να γίνεις γρήγορα! Πριν παντρευτεί ο ξάδερφός σου. Θέλω να χορέψω στο γάμο του», μου έλεγε κάθε φορά που με έβλεπε.

«Ήρθα, κορίτσι μου, αλλά σήμερα δε θα στρώσεις το τραπέζι να φάμε. Ένας κόμπος στο λαιμό με πνίγει και δε μ’ αφήνει να καταπιώ. Ήρθα να σε δω λίγο» . Τον τελευταίο καιρό την έβλεπα μόνο τόσο λίγο. «Μην προσπαθήσεις να μου μιλήσεις. Είναι σαν να σε ακούω να μου λες να διαβάζω και να φυλάγομαι, να τρώω και να ντύνομαι καλά. Μην προσπαθήσεις όμως να μου μιλήσεις. Κοιμήσου να ξεκουραστείς. Ο καρκίνος έκανε τις τελευταίες σου μέρες δύσκολες. Πονούσες, φοβόσουν. Ίσως και να ήξερες ότι πλησίαζε. Συγχώρεσέ με που δεν ήμουν εκεί, να σου πω να μη φοβάσαι, όπως τότε, όταν βγήκες από το χειρουργείο και σε περίμενα. Συγχώρεσέ με! Δεν ήξερα πόσο πολύ πονούσες και φοβόσουν τις τελευταίες δέκα μέρες. Κανείς δε μου το είπε, για να μην πληγωθώ.

»Όμως τώρα είμαι εδώ, γλυκιά μου. Είμαι εδώ για να σου πω πως σ’ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ για τα χρόνια που μου χάρισες, για τα παραμύθια που μου έλεγες, για τα παιχνίδια που μου έμαθες, για τα δώρα και τα γλυκά που με κακομάθαινες να περιμένω. Σ’ ευχαριστώ που πίστευες σε μένα και περίμενες πολλά από μένα. Σ’ ευχαριστώ που εσύ μου έδωσες περισσότερα. Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς. Κι εγώ σ’ αγαπώ!

»Να προσέχεις εκεί που θα πας τώρα, κορίτσι μου! Να προσέχεις, να μας θυμάσαι και να μας αγαπάς για πάντα»

Κι εμείς αυτό θα κάνουμε...

«Το πρωί με ξυπνάς απ’ τις έξι…»

«…ξυπνητήρι μικρό, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ!», λένε σε ένα σουξεδάκι τους τα στρουμφάκια. Τι άχαρο και σκληρό να ξυπνάς από τόσο νωρίς. Ειδικά όταν είσαι λάτρης των ονείρων. Όταν κι εσύ - σαν άλλος κυρ-Αντώνης - μέσα από τα όνειρα σου περιμένεις να ξεχάσεις όσα σε κουράζουν. Όσα σε φθείρουν κάθε μέρα. Ένα όνειρο είναι πάντα μια ανανέωση.

Όταν είναι ευχάριστο, ξυπνάμε ευδιάθετοι, γεμάτοι ζωντάνια. Ανοίγουμε τα μάτια και λέμε από μέσα μας «σήμερα θα το κάνω πραγματικότητα». Κι ας γνωρίζουμε ότι λίγα μόνο όνειρα έχουν την μαγική ιδιότητα of coming true.

Όταν πάλι είναι εφιάλτης, μας ξυπνάει λαχανιασμένους και ιδρωμένους. Αλλά οι αισθήσεις μας είναι όλες σε εγρήγορση, έτοιμες να «πιάσουν» την παραμικρή υποψία συναισθήματος στον αέρα. Πόσο πολύτιμο είναι κι αυτό. Να νιώθεις. Να νιώθεις τα πάντα, σε όλη τους την έκταση. Ξεχνάμε να το κάνουμε συχνά αυτό.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που για άλλο λόγο μισούμε το ξυπνητήρι μας; Τι γίνεται στην περίπτωση που το προηγούμενο βράδυ, έχεις ρυθμίσει του ξυπνητήρι σου στις 07.00, για να μπορέσεις να σηκωθείς νωρίς, να ξυπνήσεις το αγόρι σου που πρέπει να πάει στη σχολή του κι εσύ να πρέπει να διαβάσεις για το μάθημα που δίνεις στις 13.00. Και ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια και έχεις συνειδητοποιήσει ότι το ξυπνητήρι σου κουράστηκε κάθε πρωί να ακούει κατάρες και μουρμουρητά για το πόσο «άχαρο» και «σκληρό» είναι και αποφάσισε να σου χαρίσει μερικές ώρες ύπνου ακόμα, για να σε «καλοπιάσει». Ή τουλάχιστον έτσι λέει.

Γιατί η αλήθεια είναι ότι εσύ σαν «σκληρός» και «άκαρδος» αφέντης, το είχες τόσες μέρες/ μήνες να δουλεύει ακούραστο για σένα, να μετράει τις ώρες και τα λεπτά και δε νοιάστηκες να του αλλάξεις μια φορά την μπαταρία. Και ξαφνικά …απεργία!

Ένα ξυπνητήρι… με κάνει να σκεφτώ τόσα πολλά! Είμαι τόσο αχάριστος που έχω τη ζωή μου. Που έχω τις υποχρεώσεις μου, το άγχος μου, τη σχολή μου, τα «πρέπει» μου. Πόσες φορές ευχήθηκα από μέσα μου «να μπορούσα να πάω, έστω για λίγο στη Χώρα του Ποτέ, να ζήσω ξένοιαστος». Γιατί το έκανα; Γιατί είχα κουραστεί να τρέχω πίσω από ένα ξυπνητήρι που σαν κέρβερος του χρόνου και της ζωής μου διαφεντεύει όλη μου την ημέρα.

Κι όμως, το αγαπώ τόσο πολύ αυτό το μικρό μαύρο κουτάκι που κάθε πρωί βάζει τις τσιρίδες για να μου θυμίσει πως πρέπει να ζήσω στο εδώ και στο τώρα. Η ζωή μου είναι εδώ και όλα όσα «πρέπει» να κάνω είναι επιλογές μου για να χτίσω την επόμενη μέρα. Για να χτίσω όσα ποθώ και χρειάζομαι. Αυτό που πραγματικά «μισώ» είναι ο εαυτός μου! Που ζητάει τόσα πολλά από μένα! Που περιμένει τόσα πολλά από μένα! Που με αγαπά, όσο τον αγαπώ κι εγώ και θέλει το καλύτερο από μένα, για μένα!

Μικρό μου ξυπνητήρι, σήμερα κατάλαβα πόσο σε αγαπώ. Σου ακούγομαι χαζός, ε; Ένα δίποδο που λόγω της κακής του σχέσης με το χρόνο, σου κάνει μια αδέξια ερωτική εξομολόγηση. Όχι μικρό μου ξυπνητήρι! Σε αγαπώ γιατί είσαι απλά το καμπανάκι που μου θυμίζει πως θέλω να κάνω τόσα στη ζωή μου και πως μόνο αν προσπαθήσω όσο χρειάζεται θα τα καταφέρω!

Είσαι τόσο μικρούλη κι όμως κλείνεις μέσα σου τόσο μεγάλα γεγονότα της ζωής μου. Θυμάσαι εκείνο το πρωί που με ξύπνησες για να δώσω το τελευταίο μάθημα των πανελληνίων; Τότε ήσουν η μετάβασή μου σε μια άλλη ζωή. Μη μου πεις πως ξεχνάς το πρωί που ήσουν χωμένο σε μια κατσαρόλα και με ξύπνησες για να προλάβω το αεροπλάνο για Amsterdam; Ήσουν το διαβατήριο μου. Ή τα πρωινά που σου έχω δώσει ρεπό, γιατί είμαι στην αγκαλιά του καλού μου; Πάλι εσένα κοιτάζω πρώτο, για να βεβαιωθώ ότι μου φτάνει η ώρα να σηκωθώ και να ετοιμάσω το πρωινό πριν ξυπνήσει. Πόσα βράδια καθόσουν σα φίλος, δίπλα μου και μου έλεγες ότι θα με πάρεις στους δείκτες σου, να με πας ένα ταξίδι μπροστά και θα αφήσουμε τον πόνο πίσω μας; Πόσα βράδια ήσουν εκεί όταν γελούσαμε και διασκεδάζαμε; Έχεις τον τρόπο να τρυπώνεις σε όλες τις στιγμές της ζωής μου.

Μικρό μου ξυπνητήρι, κάθε μέρα μου θυμίζεις τα γενέθλια της ζωής μου. Κάθε μέρα που χτυπάς μου θυμίζεις πως κάτι νέο αρχίζει. Κάθε μέρα μου δίνεις την υπόσχεση πως θα κουνήσεις τα «μαγικά ραβδάκια» που έχεις για δείκτες και θα αφήσεις πίσω τα άσχημα, για να φέρεις τα καινούρια!

Γι’ αυτό σήμερα σου αφιερώνω ένα από τα αγαπημένα σου κομμάτια μουσικής... Τις τέσσερις εποχές...

Love is in the air

Ξύπνησα κεφάτος σήμερα! Άνοιξα τα μάτια και παρά τα πολλά που στροβιλίζονται στο μυαλό μου και θα έπρεπε να με κάνουν να αγχωθώ ή να «πέσω» ψυχολογικά, εγώ ήμουν ευδιάθετος. Ο ήλιος χάιδευε απαλά την κουρτίνα του παραθύρου που χωρίζει το κρεβάτι μου από τη γειτονιά και η πρωινή δροσιά (κατάλοιπο των βροχών που πεισματικά μας χαρίζει η φύση τις τελευταίες μέρες, αρνούμενη να παραδεχτεί ο Ιούνιος έχει φτάσει και είναι η ώρα να φορέσει κι αυτή το μπικινάκι της και να πάρει τους δρόμους για μια παραλία) με ανάγκαζε να κουλουριαστώ γύρω από το μαξιλάρι μου, που άλλαξε θέση και βρέθηκε μέσα στην αγκαλιά μου.

Υπήρχε ένα διάχυτο φως παντού και η μυρωδιά από καλοκαίρι, μαζί με κάτι ανυπότακτα στο κρύο των τελευταίων ημερών ζουμπούλια της γειτονιάς. Κι όλα αυτά ανακατεμένα με τις αισθήσεις που τόσο καιρό ξεχνούσα να γευτώ. Το πρωινό ψωμί και τα γλυκά κουλούρια που μόλις ξεφούρνισε ο φούρναρης της γειτονιάς, Σειρήνες που σαγηνεύουν τις πρωινές αισθήσεις. Δύο χελιδόνια που προσπαθούσαν με έντονη φραστική διαμάχη να λύσουν κάτι «κληρονομικά» τους στο μπαλκόνι μου και τα αδέσποτα της γειτονιάς, που ένιωσαν τη ζέστη επιτέλους στη γούνα τους και αποφάσισαν σήμερα να ξυπνήσουν λίγο πιο νωρίς από της άλλες μέρες για να το χαρούν.

«Έχει κάτι ο αέρας σήμερα», η πρώτη μου σκέψη. Μια περίεργη αίσθηση, μια περίεργη αύρα. Όλα μοιάζουν όμορφα και ζωντανά. Όλα μοιάζουν να λένε καλημέρα. Όλα μοιάζουν να έχουν ξυπνήσει, και να έχουν τινάξει από πάνω τους την σκόνη της ρουτίνας. Όλα μοιάζουν να ετοιμάζονται για κάτι διαφορετικό. Και δεν είναι μόνο το καλοκαίρι που θυμήθηκε έστω και αργά να κάνει την εμφάνιση του, πίσω από τα σύννεφα του βιαστικού φθινοπωρινού ξαδέρφου του. Κάτι άλλο έχει ο αέρας σήμερα. Μυρίζει ζωή. Μυρίζει χαρά. Μυρίζει ανανέωση και ελπίδα. Μυρίζει Έρωτα.

Χτες το βράδυ με πήρε ξανά τηλέφωνο ο Γ. Όπως και κάθε βράδυ από το σαββατοκύριακο. Μιλήσαμε και του είπα και για τους φόβους μου. Του είπα πως αρκετές φορές πληγώθηκα και πως είμαι κλειστός και επιφυλακτικός μαζί του. Όχι μόνο το δέχτηκε, αλλά με έκανε να νιώσω πολύ όμορφα με όσα μου είπε. Το ταυράκι που μέσα σε δύο μέρες εισέβαλε στη ζωή μου, αποφάσισε πως θέλει να την κάνει πιο όμορφη, πιο φωτεινή, πιο γεμάτη.

Γι’ αυτό και η playlist μου σήμερα έχει μόνο το “Love is in the air” και ελπίζω να το έχει και για πολλές μέρες ακόμα!


Une Génération Désenchantée

Πίσω λοιπόν ξανά από την οθόνη του υπολογιστή, να γράφω όσα προλαβαίνει η σκέψη να κρατήσει στο κόσκινο της από τον άνεμο της φαντασίας.

Το πρωί ξύπνησα –για μια ακόμα φορά- κουρασμένος. Είχα συμπληρώσει περισσότερες από τις οκτώ ώρες που συστήνει ο γιατρός, για να κάνουμε μια σφριγηλή επιδερμίδα και να φύγουν οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Κι όμως εγώ ξύπνησα κουρασμένος. Ακολούθησα την ίδια ρουτίνα που ακολουθώ κάθε πρωί. Παντοφλίτσες, μπάνιο, δοντάκια (ως τυπικός γκέι δίνω ιδιαίτερη σημασία στην υγιεινή του στόματος), μετά κουζίνα, ποτήρι, νερό, μια γεμάτη κουταλιά καφέ, γάλα και πάγος (ζάχαρη; Όχι! Για κάποιον περίεργο λόγο, ο λάτρης της σοκολάτας που γράφει αυτό το post δεν βάζει ποτέ ζάχαρη στον καφέ του. Ίσως το κάνει για να απολαύσει περισσότερο τη γεύση του καφέ. Ίσως το κάνει για να καταφέρει να νιώσει τη γεύση του καφέ που πλέον του φαίνεται κάτι φυσικό –αχ, εξάρτηση-. Ίσως να το κάνει για να δημιουργεί στον εαυτό του την ψευδαίσθηση ότι έτσι «αποφεύγει» κάποιες περιττές θερμίδες)

Κάθισα λοιπόν στον υπολογιστή, άναψα τσιγάρο και άνοιξα την playlist με τίτλο “Mylene Farmer”. Το πρώτο τραγούδι που ξεκίνησε να παίζει ήταν κάποιο που είχα ακούσει εδώ και καιρό, το είχα χορέψει, το είχα μάθει κι όμως δεν είχα κάτσει ποτέ να το προσέξω και να νιώσω τι προσπαθεί να μου πει.

Nager dans les eaux troubles” – κάτι μας είπες τώρα κυρα-Farmer. Και ποιος δεν έχει προβλήματα; Και ποιος δεν κολυμπάει σε ταραγμένα νερά. Μάθαμε όλοι να λέμε ότι έχουμε δυσκολίες και να γκρινιάζουμε. Κι εμένα ποτέ δε μου φτάνουν τα χρήματα. Κι εμένα η πορεία μου στη σχολή συντηρείται σε οριακό επίπεδο. Κι εμένα οι φίλοι μου έχουν τα προβλήματα τους και τα μοιράζονται μαζί μου. Αλλά δε λυγίζω. Αυτό είναι πολύ εύκολο! Να τα παρατήσω και να αρχίσω να γκρινιάζω. Τι; Να περιμένω να ακούσω παρακάτω;
Attendre ici la fin” – Ε όχι, δε θα γίνω και πεσιμιστής! Όσο έχει νερό το ποτήρι, εγώ θα το βλέπω μισογεμάτο!
Pourtant, je voudrais retrouver l'innocence” – Ψάξε μέσα σου. Κάπου εκεί θα κρύβεται…

Α! Κυρα-Farmer σε βλέπω τελείως απρόθυμη να αλλάξεις τα πράγματα γύρω σου! Γιατί; Σου αρέσει αυτό που συμβαίνει; Να περιμένω κι άλλο να ακούσω παρακάτω; Πόσο ακόμα; Μόλις ξύπνησα, με την τσίμπλα στο μάτι, να περιμένω κι άλλο; Τι έχεις να μου πεις που δεν το ξέρω; Καλά! Καλά! Μη με μαλώνεις! Θα περιμένω…


Tout est chaos
A côté
Tous mes idéaux: des mots
Abimés...
Je cherche une âme, qui
Pourra m'aider
Je suis
D'une génération désenchantée,
Désenchantée


Ντρέπομαι! Είχες απόλυτο δίκιο! Γύρω μου όλα είναι χάος. Όλοι γύρω μου δημιουργούν ένα χάος. Εγώ το δημιουργώ το χάος. Πατάω σε λάθος ιδανικά. Όσα έθεσα για τον εαυτό μου ως «αρχές» είναι μόνο λόγια. Πόσα από αυτά πραγματικά κρατώ σαν ιερά; Ίσως και κανένα να μην έμεινε -έστω κι αν ήταν για μια και μόνο στιγμή- απαραβίαστο. Κι όμως πιστεύω ακόμα ότι μπορώ να τα καταφέρω. Μέχρι να έρθει ένα από εκείνα τα βράδια που θα καταρρεύσω πάλι και θα καταρρεύσουν μαζί μου και όλα μου τα πιστεύω. Ένα από εκείνα τα βράδια που θα τρέξω στον Άγγελο, τον κολλητό, τον αδερφό, σαν παιδάκι και θα του πω όσα ήδη γνωρίζει κι αυτός. Θα του πω πως πιστεύω σε ψεύτικα όνειρα και σαθρές ελπίδες και θα αφήσω τα δάκρυα να κυλήσουν. Ένα από εκείνα τα βράδια που θα νιώσω πως πραγματικά ανήκω σε μια “génération désenchantée”.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί μέσα σε μια στιγμή αφήνω να καταρρεύσει ό,τι με κρατάει όρθιο και μου δίνει δύναμη να στηρίζω τον εαυτό μου και τους φίλους μου; Χτίζω πάνω στην άμμο; Χτίζουμε όλοι μας πάνω στην άμμο; Ή απλώς είναι μια ανάγκη να μηδενίσουμε και να ορίσουμε καινούριος στόχους; Κι όμως, κάθε φορά ορίζω τους ίδιους στόχους. Δίνω στον εαυτό μου τις ίδιες ελπίδες και προχωρώ με τα ίδια βέλη στην φαρέτρα μου.

Αν ήταν τόσο λάθος όλα αυτά, νομίζω πως σε κάποια κρίση εξυπνάδας θα αναγνώριζα το λάθος μου και θα τα άλλαζα. Ίσως να είναι αυτά που πραγματικά θέλω, απλά ξεχνάω πως όσο πιο όμορφο είναι αυτό που ζητάς, τόσο πιο δύσκολα το αποκτάς. Καταρρέω γιατί κουράζομαι να πολεμάω. Κανένας πολεμιστής δεν είναι αλώβητος. Όλοι χρειάζονται να σταματήσουν για λίγο. Να κλάψουν, να σιωπήσουν και μετά να συνεχίσουν. Μέχρι να κατακτήσουν την Τροία τους ή να βρουν την Ιθάκη τους. Και ακόμα δυσκολότερο γι’ αυτούς τους «ανόητους» σαν κι εμένα που θέτουν ταυτόχρονα και τους δύο στόχους.

Και βλέπω γύρω μου πως σχεδόν όλοι αντιμετωπίζουν μέσες άκρες τα ίδια προβλήματα. Σχολή, έρωτας, χρήματα. Είμαι λοιπόν αναγκασμένος να είμαι désenchantée επειδή έτσι είναι και η génération από την οποία προέρχομαι;

Αυτό λοιπόν θέλεις να με βάλεις να σκεφτώ, γλυκιά μου Mylene; Να με κάνεις να δω το πρόβλημα από την χειρότερη του πλευρά, για να το καταλάβω και να το παλέψω; Και όλο αυτό μέσα από ένα «ζωντανό» bit-άκι, που γουστάρω να χορεύω τρελά;

Σ’ ευχαριστώ! Με έβαλες να σκεφτώ κάποια πράγματα που περνούσαν μέσα στο μυαλό μου, σαν χάρτινα καραβάκια, αλλά έλιωναν πριν προλάβω να τα καταλάβω. Τώρα κατάλαβα γιατί κάθε πρωί ξυπνάω κουρασμένος. Τώρα κατάλαβα γιατί πάντα θέλω περισσότερα. Τώρα κατάλαβα γιατί ποτέ δεν είπα «μου φτάνω». Γιατί όσα έχω τα αφήνω να περνούν, χωρίς να βάζω όλο μου το είναι για να τα κάνω πολύτιμα, πρώτα για μένα και μετά για τους ανθρώπους που τα μοιράζομαι. Γιατί περιμένω να μου δώσουν για να γεμίσω εσωτερικά, χωρίς να χτίζω μέσα μου. Όχι λοιπόν! Δεν θα μου επιτρέψω να καταλήξω désenchantée! Δε θα αφήσω τα πράγματα γύρω μου να οδεύουν προς το χάος! Όχι όσο περνάει από το χέρι μου.

[…]

Πολλή φιλοσοφία για σήμερα. Τελείωσε και ο καφές και στο τασάκι μετράω έξι τσιγάρα.

Ώρα για διάβασμα!


Υ.Γ.: Εγώ πότε θα ανήκω στους τυχερούς που παρακολούθησαν μια συναυλία σου; Να κουνήσω κι εγώ τη δική μου σημαία, στο ρυθμό της μουσικής σου!





And so the story goes…

Παραλείπω ένα μεγάλο μέρος του παρελθόντος (ή μάλλον προσωρινά προτιμώ να κρατήσω για μένα, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα το παρουσιάσω σιγά-σιγά) και μπαίνω στο κυρίως θέμα.

Ήταν Πέμπτη βράδυ – 23.30, όταν μιλήσαμε. Ο Γ., τελειόφοιτος συμφοιτητής στο τμήμα των Αθηνών, γύρω στα 25, μου έστειλε μήνυμα σε γνωστό site γνωριμιών, έχοντας ένα πολύ promising profile, που σε κάνει να φοβάσαι να στείλεις μήπως το ίδιο το site γελάσει με το θράσος που έχεις. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το – κουρασμένο από τις πολλούς φαύλους κύκλους – μυαλό μου ήταν «άλλος ένας θα προστεθεί στη λίστα του msn».

Έτσι κι έγινε! Ο Γ. βρέθηκε στις επαφές μου και ξεκίνησε ένας τυπικός διάλογος: «Ποιος είσαι, πως είσαι, τι ψάχνεις». Φαινόταν πως τελικά δεν είχα πέσει και πολύ έξω. Καμιά διαφορά από τους υπόλοιπους. Όταν ξαφνικά είπε αυτό που για πρώτη φορά άκουγα, χωρίς να το ζητήσω: «δε με νοιάζει τι μπορεί να συμβεί, απλά θέλω να με αφήσεις να περάσω μαζί σου ένα βράδυ, να σου κάνω έρωτα και μετά να σε κοιμίσω στην αγκαλιά μου».

Αν είχα γράψει όσα αφήνω για αργότερα, τα κτερίσματα του παρελθόντος μου, θα καταλάβαινες ότι οι λέξεις αυτές ήχησαν αρχικά σαν την καμπάνα της Παναγίας των Παρισίων μέσα στο μυαλό μου. Ένας ήχος δυνατός που σου τρυπάει το κεφάλι, κι όμως ο ήχος από κάτι όμορφο, ιερό και γλυκό. Μια έκρηξη που αντί να σκορπάει συντρίμμια, γεμίζει τον αέρα με ροδοπέταλα.

Γρήγορα ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συνεχίσαμε την κουβέντα μας με έναν πιο intimate τρόπο. Επί τρεις ώρες μιλούσαμε. Χωρίς να σταματήσουμε. Είπαμε για πάρα πολλά πράγματα. Μου μιλούσε για όσα έχει κάνει, για τα σχολή, για τον εαυτό του… ήταν σαν να τον ήξερα και απλά να μου θυμίζει κάποια πράγματα που είχα ξεχάσει γι’ αυτόν.

Ήθελε να έρθει να με δει το σαββατοκύριακο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να επιτρέψω κάτι τέτοιο. Πολλές από τις αλυσίδες που με τραβούσαν πίσω δεν είχαν σπάσει και κάποιοι φόβοι μου επέβαλλαν να του αρνηθώ. Γι’ αυτό και του είπα μονολεκτικά «έλα».

Την Παρασκευή επίσης μιλήσαμε στο τηλέφωνο και αυτή τη φορά το ήξερα πως ήθελα να έρθει. Δεν ξέρω αν ήταν η περιέργεια να τον δω από κοντά, δεν ξέρω αν ήταν η πρόκληση του να πείσω κάποιον που με γνωρίζει τόσο λίγο να κάνει μια απόσταση τεσσάρων ωρών για να με δει. Δεν ήξερα αν ήταν το ρίσκο του να φιλοξενήσω κάποιον που γνώριζα ελάχιστα. Όμως το ήθελα. Το ήθελα, το ζήτησα και το δέχτηκε.

Σάββατο απόγευμα, μετά από ένα ταξίδι γεμάτο καθυστερήσεις και ταλαιπωρία (γιατί όπως είναι και το σλόγκαν «ο ΟΣΕ οδηγεί προς το μέλλον») ο Γ. ήταν στη Λάρισα κι εγώ στο σταθμό του ΟΣΕ να τον περιμένω γεμάτος αγωνία. Φορούσα τα ίδια ρούχα με αυτά που φορούσα στη φωτογραφία που του έστειλα. Κατέβηκε από το βαγόνι και ήταν …πανέμορφος.

Δεν ήταν το μοντέλο, που περνάει και κοιτάζουν όλοι, άντρες-γυναίκες. Απλά είχε αυτό το κάτι, που για το δικό μου γούστο, είναι must. «Καλά πάμε για αρχή» σκέφτηκα. Χαιρετηθήκαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι μου, να αφήσει τα πράγματά του. (Σημείωση: εντύπωση μου έκανε που δε δεχόταν να κουβαλήσω εγώ τα πράγματα του και εντύπωση –όπως μου είπε- του έκανε που επέμενα να το κάνω. Τελικά πέρασε το δικό μου.)

Στο δρόμο μιλούσαμε. Περί ανέμων και υδάτων. «Ω Θεοί του Ολύμπου! Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου» σκέφτηκα. Θα μπαίναμε στο σπίτι, θα μου έλεγε πως δεν ήμουν όπως ακριβώς με περίμενε και θα περνούσαμε ένα σαββατοκύριακο σαν δύο καλά φιλαράκια. Δε βαριέσαι! Shit happens (Ok! But why do they have to happen again and again?)

Μπήκαμε στο ασανσέρ. Πάτησα το 3 και κάρφωσα το βλέμμα στο πάτωμα. Μη με ρωτήσεις! Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Απλά φαίνεται να περνάει γρηγορότερα η ώρα έτσι.

Ένιωσα τα χέρια του στους ώμους μου. Μου τίναξε το κεφάλι ψηλά και πριν προλάβω να σηκώσω τα μάτια μου, ένιωθα δύο υγρά και απαλά χείλη να αγγίζουν τα δικά μου. «Παρακαλώ;» ρώτησα τον εαυτό μου.

[...]

Το σαββατοκύριακο κύλησε τόσο γρήγορα. Τρεις λέξεις μόνο θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν. Ένταση. Πάθος. Τρυφερότητα. Και ξαφνικά βρέθηκα να τον αποχαιρετάω στο σταθμό του ΟΣΕ, Κυριακή απόγευμα, δύο ώρες αργότερα από την ώρα που έγραφε επάνω το εισιτήριο του (δεν ξέρω αν ο ΟΣΕ τελικά οδηγεί προς το μέλλον, αλλά αυτή η καθυστέρηση δε με πείραξε καθόλου).

Τρίτη σήμερα. Τα βράδια της Κυριακής και της Δευτέρας πέρασαν με το τηλέφωνο αγκαλιά (δυστυχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας είμαστε πολύ πιεσμένοι και οι δύο και η μοναδική πολυτέλεια επικοινωνίας που έχουμε είναι τα SMS).

Το περιστατικό εννοείται πως συζητήθηκε στην παρέα. Αλλά οι γνώμες που έπεσαν στο τραπέζι ήταν ομόφωνες και πολύ επιτακτικές: «πρόσεξε να μην ξαναπληγωθείς»

Αποφάσισα να προσέξω. Μήπως όμως έτσι χάνω όσα θα μπορούσα να νιώσω; Μήπως έτσι δεν είμαι αρκετά ειλικρινής απέναντί του; Μήπως δεν είμαι ειλικρινής απέναντι σε μένα; Μήπως ξέχασα να πάρω το lexotanil;

Η αυτοψία θα δείξει…