Ήλιος πάνω, ήλιος κάτω.



Στη λαϊκή της Λάμπρου Κατσώνη υπάρχει μια χοντρή Βουγιουκλάκη που πουλάει ψάρια. Χοντρή και μελαχροινή αλλά με ίδιο ταμπεραμέντο. Αυτή δεν συνοδεύεται από τον άκακο πατέρα της αλλά από έναν πανύψηλο με κοτσίδα που συνέχεια πετάει πάγους στο δρόμο και τυλίγει χωνιά με το χαρτί. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι μπορείς να την ακούσεις 100 μέτρα πριν τον πάγκο γιατί ουρλιάζει σαν να την σφάζουν μέσα σε ένα πηγάδι στην έρημο και ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να την ακούσει μια πρωτόγονη φυλή ψαράδων που χρησιμοποιούν μόνο ως γλώσσα ονόματα ψαριών. Μέσα στα ουρλιαχτά της μπορείς να διακρίνεις λέξεις που μοιάζουν με γνωστά ψάρια εκτός αν η ώρα πάει μιάμιση και πρέπει να ξεπουλήσει το εμπόρευμα οπότε πέφτει σε τρανς και ουρλιάζει ονόματα ανύπαρκτων ψαριών όπως κουλιουτούρα διατηρώντας την ίδια ένταση φωνής για ώρα, προσόν χρήσιμο στους ψαράδες αν ξεμείνουν στα ανοιχτά ή για να ξεκουφαίνουν τα ψάρια της αβύσσου. Άρα αυτό με την Βουγιουκλάκη που είχε καλή φωνή δεν ήταν μούφα, ήταν γεγονός.

Στάθηκα στον πάγκο και ζήτησα γαρίδες. Ψευτοαριστοκράτη! Παλιομπετόβεν!