Ο πόκο, ένας γκέι κόκκορας κι εγώ

Πριν λίγο καιρό -πέρυσι για να είμαι ακριβής- ένα παπαγαλάκι που είχαμε, μας άφησε χρόνους εντελώς αναπάντεχα. Εκεί που το είχαμε έξω στην βεράντα να παίρνει τον αέρα του, τα τίναξε. Σύμφωνα με ειδικούς (aka οι γείτονες) μάλλον φοβήθηκε τα άλλα -μεγαλύτερα- πουλιά και πήγε από καρδιά. Για δες που και αυτά έχουν καρδιά. Ποιος να το περίμενε.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά που έκανε τρέλλες με την κούνια του. Καθόταν συνεχώς επάνω της και πήγαινε σαν παλαβό, πέρα-δώθε. Κάποιες φορές κρεμόταν και ανάποδα -τέτοια αγάπη της είχε. Λίγες μέρες αφότου μας άφησε για τον παράδεισο (υποθέτω πως υπάρχει ξεχωριστό παράρτημα για τα πτηνά) αντικαταστάθηκε από άλλο, σχεδόν ολόιδιο -τέτοια αγάπη του είχαμε. Το νέο παπαγαλάκι, λοιπόν, ονόματι Πόκο, πήρε το όνομά του από το προηγούμενο που όχι μόνο την θέση του έφαγε αλλά και το όνομα. Και οι ομοιότητες σταματούν εδώ.

Ο Πόκο ΙΙ είναι εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας. Άλλος άνθρωπος. Κάθεται μετά από τόσους μήνες φοβισμένος ακόμα, τον πλησιάζουμε και πηγαίνει στο πίσω μέρος του κλουβιού λες και θα τον κάνουμε στον φούρνο (η αλήθεια είναι ότι τον έχω απειλήσει) και την κούνια ούτε που να την χέσει. Όχι μόνο δεν έχει ανέβει ούτε μια φορά, αλλά την τσιμπάει και της φωνάζει. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει να χωρίσει με την κούνια -πιθανώς του πιάνει χώρο και είναι και μες στην μέση. Δεν μπορεί να μετακινείται με άνεση στο τεχνητό κλαράκι του. Οπότε της φωνάζει συνεχώς. Κι εμείς από την άλλη, ακόμα να την βγάλουμε. Σαν να του λέμε -που λέει ο λόγος, του λέμε- ο προκάτοχός σου έκανε κούνια-μπέλλα και το ευχαριστιόταν, θα κάνεις κι εσύ θες δεν θες. Αλλά μεταξύ μας, όπως και την κούνια του κι εμάς χεσμένους μας έχει.

Συνεχίζοντας επί των πτηνών, πριν λίγες εβδομάδες η μαμά αγόρασε έναν κόκκορα για να έχει το κοτέτσι επιβήτορα (παιδιά της Αθήνας, δεν θέλω σχόλια -για το κοτέτσι, όχι για τον επιβήτορα). Ο κόκκορας όμως, όχι μόνο δεν ασχολείται με τα καθήκοντά του αλλά κάθεται στην άκρη και δεν τις παίζει. Ή αυτές δεν τον παίζουν, ποιος ξέρει πώς λειτουργούν αυτά. Οπότε τις προάλλες που γύρισα από την δουλειά να ρημαδοφάω, μου λέει η μάνα, "δεν σου είπα τα νέα, ο κόκκορας που πήρα είναι γκέι. Ούτε που πλησιάζει τις κότες". Όπως καταλαβαίνετε, έμεινα με το πιρούνι μετέωρο. Τι να απαντήσεις τώρα σε αυτό, όταν μιλούν τα στοιχεία; Είναι γκέι, τελεία.

Αρχίζω να συμπαθώ σφόδρα αυτόν τον κόκκορα. Αισθάνομαι πως έχω κάπου κοντά -κυριολεκτικά κοντά, μιας και το κοτέτσι είναι στη αυλή- έναν συνοδοιπόρο. Μια ακόμα ψυχή που τραβάει τον δρόμο τον δύσκολο (αν και σύμφωνα με την εκκλησία τα ζώα δεν έχουν ψυχή. Αλλά κι εμείς οι γκέι για την εκκλησία είμαστε ζώα, οπότε ούτε και εμείς έχουμε ψυχή). Και άντε, είσαι άνθρωπος, σου λένε απλώς "παντρέψου". Και εννοούν μία από όλες τις γυναίκες εκεί έξω. Όταν όμως είσαι ο κόκκορας, έχεις πλήρες πρόγραμμα. Αν είσαι στρέητ πετεινός το φχαριστιέσαι. Αν δεν είσαι όμως;

Αυτές είναι απορίες που ούτε εγώ, ούτε και ο κόκκορας θα μπορέσουμε να απαντήσουμε. Εγώ, διότι αυτή η μια γυνή που μου αναλογεί έχει το ελεύθερο να βρει κάποιον άλλον -άσε που είναι κρίμα να περιμένει- και ο κόκκορας, διότι σύντομα και εφόσον συνεχίσει να αμελεί επιμελώς τα καθήκοντά του, θα γίνει με πατάτες στον φούρνο.