Η ιστορία που ακολουθεί ειναι αρκετά μεγάλη. Δεν ηθελα ομως να την κόψω και να την postαρω σε κομμάτια. Αν την διαβάσετε θα καταλάβετε το γιατί
Αφιερώνεται σε όλους τους καλοκαιρινούς έρωτες και ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο...
Constademon
Εκείνος ο Ιούλιος ήταν πολύ ζεστός.
Ο Μάνος επέστρεφε από την δουλειά και μποτιλιαρισμένος στην Μεσογείων, μέσα στο δίπορτο Peugeot ένοιωθε σαν κοτόπουλο μέσα σε φούρνο μικροκυμάτων.
«Μια βδομαδούλα μένει», σκέφτηκε, « κι ύστερα 2 εβδομάδες άδεια! »
Η επόμενη σκέψη του δεν ήταν και τόσο ευχάριστη …
«Άδεια για πού; … και με ποιόν; … σκατά!»
Κανένας φίλος του δεν έπαιρνε άδεια την ίδια περίοδο με αυτόν. Έψαχνε απεγνωσμένα εδώ κι ένα μήνα παρέα για διακοπές αλλά τίποτα δεν καθότανε. Τώρα είχε φτάσει στο παρά πέντε κι ακόμα δεν είχε κανονίσει τίποτα. Να μείνει στην Αθήνα δεν το συζητούσε.
Μποτιλιαρισμένος όπως ήταν, το βλέμμα του άρχισε να χαζεύει τριγύρω. Δυο κοπέλες που περνούσαν απέναντι, ένα μηχανάκι με έναν νόστιμο οδηγό, την κυρία που ξεφυσούσε στο διπλανό αυτοκίνητο, ένα φορτηγό που έγραφε με μεγάλα γράμματα « Κρητικά Προϊόντα Η Μεγαλόνησος» κι από κάτω μια μεγάλη ζωγραφιά της Κρήτης …
«Αυτό είναι !...» η σκέψη άστραψε με μιας στο μυαλό του.
« Θα πάω στην Κρήτη! Μόνος μου! Εγώ, το αμαξάκι μου, τα βιβλία μου, το stuff μου … τι άλλο θέλω;»
Η ιδέα τον ενθουσίασε. Όσο το δούλευε στο μυαλό του τόσο πιο ιδανικό του φαινόταν. Δεν είχε ξανά πάει στην Κρήτη. Μεγάλο νησί, πολλές επιλογές, βουνό, θάλασσα, διαδρομές με το αμάξι, παραλίες, φαράγγια για εξερεύνηση … οι κρητικοί! Όλα του φαίνονταν ιδανικά.
Ξεμπλοκάροντας από την κίνηση, αντί να στρίψει προς το σπίτι του συνέχισε προς τα πρακτορεία πλοίων του Πειραιά
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
- Είσαι τρελός; του είπε ο φίλος του ο Αργύρης. Θα πας μόνος σου διακοπές;
- Αφού όλοι οι υπόλοιποι μαλακίζεστε. Ένα μήνα τώρα σας πιπιλάω το μυαλό για διακοπές και δεν κάνετε τίποτα. Πάω κι εγώ μόνος μου , απάντησε ο Μάνος συνεχίζοντας να γεμίζει το σακ-βουαγιάζ του με ρούχα.
- Μα θα βαρεθείς. Δεν θα έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, να πας για φαγητό, για να βγεις το βράδυ …
- Μην ξεχνάς ότι ένας άνθρωπος μόνος του κάνει πιο εύκολα γνωριμίες, άλλωστε το νησί έχει πολύ τουρισμό … για να μην πω για τους κρητικούς είπε ο Μάνος ζωγραφίζοντας στο πρόσωπό του ένα πονηρό χαμόγελο και κλείνοντας το μάτι στον φίλο του … θα είμαι μόνος μου μόνο αν θέλω να είμαι μόνος μου
- Μα …
- Δεν έχει μα … τέλείωσε, αύριο το απόγευμα σαλπάρει το παπόρο φιλενάδα. Πάω να ξεκουραστώ, να κάνω τα μπάνια μου ε, κι αν δω ότι φρικάρω παίρνω το καράβι και επιστρέφω …. Simple. Ευχήσου μου λοιπόν να περάσω καλά κι έλα βάλε ένα χεράκι να κλείσω το σάκο γιατί είναι τίγκα
- Μα καλά πια κι εσύ, τι έχεις βάλει μέσα, όλη σου την καρνταρόμπα;
- Μα φυσικά.
- Σωστά …
Και σκασμένοι στα γέλια έπεσαν πάνω στον παραγεμισμένο σάκο
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει όταν το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι των Χανίων. Ο Μάνος όπως και αρκετοί συνεπιβάτες του είχαν περάσει την νύχτα στο κατάστρωμα μέσα στα sleeping bag τους. Η αναγγελία της άφιξης από τα μεγάφωνα του πλοίου ξύπνησε τους περισσότερους. Ο Μάνος σηκώθηκε και κοίταξε προς τη θάλασσα. Το λιμάνι, αν και τίποτα ιδιαίτερο, μεσ’ το αχνό φως της αυγής, το κρυστάλλινο νερό της θάλασσας και το απαλό καλοκαιρινό αεράκι, φάνταζε ειδυλλιακό τοπίο πλημμυρίζοντας τον με μια αίσθηση ευφορίας.
Αφού αποβιβάστηκε και ενημερώθηκε από τους λιμενικούς προς τα πού ήταν η πόλη των Χανίων μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε.
«Να πας στο παλιό λιμάνι, είναι πολύ όμορφο, γραφικό» του έλεγαν όλοι πριν έρθει … «Να λοιπόν που θα πάρω το πρωινό μου» σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν προς την πόλη.
Σταμάτησε το αμάξι κάπου κεντρικά και κατευθύνθηκε με τα πόδια προς το παλιό λιμάνι. Φτάνοντας, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Η εικόνα ήταν μαγευτική. Τα παλιά σπίτια , το πολύ διώροφα, ο φάρος στην άκρη του λιμανιού, η λιθόστρωτη υγρή προκυμαία λουσμένα από το χρυσό φως του πρωινού να καθρεφτίζονται στα ακίνητα νερά της θάλασσας.
Στάθηκε για λίγο ακόμα ακίνητος χαζεύοντας το τοπίο. Τα μαγαζιά γύρω από το λιμάνι ήταν ακόμα κλειστά. Κόσμος δεν κυκλοφορούσε. Στην άλλη άκρη της προβλήτας διέκρινε μια ηλικιωμένη γυναίκα που σκούπιζε την είσοδο μιας καφετέριας. Πλησίασε προς το μέρος της.
- Καλημέρα σας, είπε ευγενικά
- Καλημέρα παλικάρι μου του είπε εκείνη φανερώνοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο βαθιά ρυτιδιασμένο πρόσωπό της
- Τι ώρα ανοίγετε;
- Δεν ξέρω παιδάκι μου, η κόρη μου το δουλεύει τούτο εδώ το μαγαζί, εγώ έρχομαι και της κάνω καμία δουλεία να την ελαφρύνω λίγο, έχει και παιδιά , ξέρεις, που να τα προλάβει όλα η καψερή.
Ο Μάνος χαμογέλασε με την αθωότητα που τούτη εδώ η γιαγιά μιλούσε για τα οικογενειακά της σε έναν άγνωστο.
- Ευχαριστώ πολύ, είπε και γύρισε να φύγει
- Εσύ τι ψάχνεις; Τον ρώτησε η γιαγιά
- Α, τίποτα, να μόλις έφτασα από Αθήνα με το πρωινό πλοίο και είπα να πιω ένα καφεδάκι.
- Στάσου τότε να σου κάμω εγώ καφέ, κάτσε, να σου ψήσω κι ένα τοστ; Θα σου ψήσω δεν κάνει να πίνεις τον καφέ νηστικός. Και χωρίς να περιμένει απάντηση η ηλικιωμένη γυναίκα χάθηκε μέσα στο μαγαζί
Ο Μάνος χαμογέλασε και κάθισε σε ένα τραπέζι ώστε να έχει μια πανοραμική θέα του λιμανιού που δειλά δειλά αποκτούσε ζωή
«Καλωσόρισα και καλώς σε βρήκα λεβεντογέννα Κρήτη. Μου φαίνεται θα περάσω ωραίες διακοπές» σκέφτηκε καθώς άναβε τσιγάρο κι άφηνε το βλέμμα του να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο
Η κυρα Σοφία –έτσι έλεγαν την ηλικιωμένη γυναίκα- αποδείχτηκε τελικά θησαυρός για τον Μάνο. Καθώς την ρώτησε που θα μπορούσε να νοικιάσει δωμάτιο για να μείνει εκείνη του είπε για μια ανιψιά της που νοίκιαζε δωμάτια.
- Είναι λίγο παραέξω, του είπε, στην Αγια Μαρίνα 4-5 χιλιόμετρα από εδώ. Αλλά θα έχεις την ησυχία σου. Εδώ μεσ’ την πόλη έχει φασαρία νύχτα μέρα. Κι αφού έχεις και αμάξι δεν έχεις πρόβλημα. Θα της πω να σου κάμει και καλύτερη τιμή. Μόνος σου είπες πως έχεις έρθει ε;
Ο Μάνος καταλάβαινε πως της φαινόταν περίεργο που ταξίδευε μόνος αλλά η ευγένεια δεν της επέτρεπε να ρωτήσει περισσότερα.
Πράγματι, η ανιψιά της κυρα Σοφίας είχε ένα μικρό συγκρότημα από ενοικιαζόμενα δωμάτια, πολύ περιποιημένα, ήσυχα, με πισίνα, θέα στη θάλασσα και η τιμή που του έκανε ήταν αρκετά συμφέρουσα. Έτσι τρεις μόλις ώρες από την άφιξή του βρισκόταν ήδη και χαλάρωνε στην βεράντα του δωματίου του με τον δεύτερο καφέ, το βιβλίο του κι έναν φρεσκοστριμένο μπάφο!
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το υπόλοιπο της ημέρα κύλησε ήρεμα με μπάνιο στη θάλασσα, διάβασμα, φαγητό και λίγο ύπνο. Το βραδάκι ετοιμάστηκε να κατέβει μια βόλτα στην πόλη των Χανίων να χαζέψει και να πιει κάνα ποτάκι.
Κατέβηκε πάλι στο παλιό λιμάνι. Η εικόνα που είχε από το πρωί δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αντίκριζε τώρα. Απίστευτος κόσμος παντού. Τα μαγαζιά όλα γεμάτα, παρέες που βολτάριζαν, πιτσιρίκια που έτρεχαν πάνω κάτω, φωνές, γέλια μουσικές! Ένα απίστευτο καλοκαιρινό πανηγύρι που συναντάς στα περισσότερα τουριστικά θέρετρα. Ο Μάνος κατευθύνθηκε προς το μαγαζί της κυρα Σοφίας ελπίζοντας να την βρει και να την ευχαριστήσει για το δωμάτιο. Καθώς περνούσε μπροστά από τα μαγαζιά άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του. Γύρισε απορημένος προς το μέρος που ερχόταν η φωνή. Είδε έναν άντρα να έχει σηκωθεί από μια παρέα και να έρχεται προς το μέρος του. Καθώς πλησίαζε τον αναγνώρισε. Ήταν ο Κώστας, ένας υπαξιωματικός που είχε όταν υπηρετούσε στο Ναυτικό.
- Τι κάνεις ρε Μάνο; Είπε δίνοντας το χέρι του να τον χαιρετήσει.
- Μια χαρά Κώστα, εσύ
- Καλά. Πώς κι από εδώ; Διακοπές να φανταστώ;
- Ναι διακοπές, εσύ;
- Εγώ έχω πάρει μετάθεση εδώ στην μονάδα της Σούδας. Είμαι πλέον στο σπίτι μου.
- Κρητικός είσαι;
- Ναι δεν το ήξερες;
- Όχι
- Εσύ έχεις έρθει με καμία γκόμενα η άλλη παρέα;
- Όχι. Μόνος μου έχω έρθει.
- Μόνος σου διακοπές;
- Ναι μωρέ, ξέρεις δεν καθότανε παρέα κι έτσι από το να μείνω Αθήνα ήρθα να δω και το νησί σας που δεν το ξέρω.
- Καλά έκανες , που πας τώρα; Έλα να καθίσεις μαζί μας να πιούμε ένα ποτάκι
- Όχι μωρέ, μην αναστατώσω και την παρέα σας
- Τι βλακείες λες, αντροπαρέα είμαστε με άλλα δυο παιδιά από την μονάδα, έλα δεν ακούω τίποτα. Ένα ποτό
Μη έχοντας άλλη επιλογή ο Μάνος ακολούθησε τον Κώστα στο τραπέζι. Εκείνος έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Ο Νίκος κι ο Βασίλης. Και οι δύο έδωσαν τα χέρια στον Μάνο και κάθισαν όλοι μαζί. Το βλέμμα του Μάνου είχε σκαλώσει πάνω στο Βασίλη. Ήταν ωραίος άντρας. Ψηλός και δεμένος, με φαρδιές πλάτες και στιβαρά μπράτσα .Τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα σε αντίθεση με τις πυκνές φούντες που ξεπηδούσαν στο στέρνο του από το άνοιγμα του πουκαμίσου του. Κι όλα αυτά με ένα γλυκό, σχεδόν παιδικό πρόσωπο με δυο μαύρα γυαλιστερά μάτια. Το χάζι του διέκοψε ο Κώστας.
- Έχεις έρθει μέρες στο νησί;
- Όχι σήμερα το πρωί ήρθα. Η πρώτη μου βόλτα είναι στην πόλη, είπε ο Μάνος και εξήγησε την ιστορία με την κυρα Σοφία
- Α, ναι ξέρω που μένεις, είπε ο Βασίλης. Μια χαρά είσαι εκεί, ήσυχα και οι ιδιοκτήτες είναι καλοί άνθρωποι τους γνωρίζω.
- Ναι ήμουν τυχερός απάντησε ο Μάνος
- Πάντως εγώ δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα να πάω μόνος μου διακοπές, συνέχισε ο Νίκος, νομίζω θα βαριόμουνα.
- Κι εγώ δεν ξέρω πως θα πάει, είπε ο Μάνος, άμα βαρεθώ παίρνω το πρώτο καράβι και πίσω
- Κι εμείς τι κάνουμε εδώ; πετάχτηκε ο Βασίλης.
- Τι εννοείς; απόρησε ο Μάνος
- Εννοώ ότι δεν ξέρω τι θα κάνεις τα πρωινά αλλά απόγευμα και βράδυ εμείς εδώ βολοδέρνουμε, κάνα ποτό, καμία ρακή να έρχεσαι παρέα μας αν θες.
- Ναι δίκιο έχει, βιάστηκε να συμπληρώσει ο Κώστας, να έρχεσαι παρέα μας όσες μέρες μείνεις.
- Ευχαριστώ πολύ παιδιά αλλά σιγά μην σας φορτωθώ.
- Καλά δεν θα σε κουβαλάμε στην πλάτη μας, είπε με χιούμορ ο Βασίλης. Για μας δεν είναι κανένα βάρος. Τι τρία μπακούρια που είμαστε τώρα, τι τέσσερα.
- Ε, όχι και μπακούρια , πετάχτηκε ο Νίκος. Εσύ Βασιλάκη ξεχνάς ότι έχεις και μια αρραβωνιαστικιά;
- Δεν το ξεχνάει, είπε γελώντας ο Κώστας, αλλά κάνει ότι μπορεί για να μην του το θυμίζουμε
- Είστε μεγάλα καθάρματα, απάντησε ο Βασίλης ενώ ο Μάνος για μια ακόμα φορά επιβεβαίωνε στο μυαλό του ότι ένας τόσο ωραίος άντρας υπήρχαν πολύ λίγες πιθανότητες να είναι ελεύθερος … και καθόλου πιθανότητες να μην είναι στρέϊτ
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Την επομένη, ο Μάνος πίνοντας τον καφέ του στην βεράντα του δωματίου άρχισε να φτιάχνει ένα πλάνο για τις διακοπές του. Άνοιξε το χάρτη κι άρχισε να σημειώνει τα μέρη που ήθελε να επισκεφτεί. Αποφάσισε να μείνει τέσσερις μέρες στα Χανιά, μετά να πάει για άλλες τέσσερις στο Ρέθυμνο κι αν δεν έχει βαρεθεί ακόμα προχωράει για Ηράκλειο. Γύρισε και κοίταξε προς τη θάλασσα. Στο μυαλό του ήρθε η παρέα της προηγούμενης βραδιάς. Θα τον περίμεναν το βράδυ στα Χανιά. Του είχαν υποσχεθεί να τον πάνε για Κρητική κουζίνα και ρακή.
«Και μην τολμήσεις να μην έρθεις», του είχε πει ο Βασίλης , «γιατί εμείς οι Κρητικοί κουβαλούμε και όπλα! » προκαλώντας το γέλιο σ’ όλη την παρέα. «Πολύ φιλόξενοι τελικά οι Κρητικοί» σκέφτηκε ο Μάνος, « η μήπως όχι; Μπας και η επιμονή του Βασίλη είχε άλλο σκοπό;»
«Μπα,» πετάχτηκε αμέσως μια δεύτερη σκέψη « δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση και βγάλ’ το από το μυαλό σου!», «τέτοιοι άντρες δεν είναι για τα μούτρα σου». Από άμυνα, έφερε την φωνή της λογικής να βάλει μια τάξη μέσα στο μυαλό του. «Είσαι διακοπές, κοίτα να ξεκουραστείς και να απολαύσεις τον ήλιο και την θάλασσα κι άσε τους προβληματισμούς για άλλες ώρες». «Σωστά!» είπε μεγαλόφωνα και σηκώθηκε για να ετοιμαστεί για μια μικρή εκδρομή στο νομό.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το βράδυ ο Μάνος βρήκε την «αντροπαρέα» να τον περιμένει στο ίδιο καφέ που είχαν συναντηθεί την προηγούμενη. Τους χαιρέτησε και κάθισε απέναντι από τον Βασίλη.
- Ήρθες τελικά, είπε γελώντας πονηρά
- Ε, αφού με απείλησες ότι θα με πυροβολήσεις, μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Ανταπέδωσε ο Μάνος κοιτάζοντας τον στιγμιαία αλλά καρφωτά μέσα στα μάτια και γυρίζοντας προς το μέρος του Κώστα συνέχισε
- Τι πρόγραμμα έχετε για απόψε;
- Είπαμε, σήμερα θα δοκιμάσεις την κρητική κουζίνα και την ντόπια ρακή, την σπιτική όχι τις εμφιαλωμένες που πίνετε στην Αθήνα απάντησε ο Κώστας
- Ελπίζω μόνο να αντέχεις το αλκοόλ, πετάχτηκε ο Βασίλης ξανά.
Ο Μάνος τον ξανακάρφωσε χωρίς να απαντήσει. Ευτυχώς διέκοψε ο Νίκος.
- Δεν πάμε γιατί έχω αρχίσει και πεινάω;
- Θέλετε να πάμε με το αυτοκίνητο; Προσφέρθηκε ο Μάνος.
- Καλύτερα με τις μηχανές, το αμάξι δεν θα βρούμε να παρκάρουμε απάντησε ο Βασίλης και γυρνώντας στον Κώστα συνέχισε
- Κώστα, πάρε εσύ τον Νίκο κι ο Μάνος έρχεται μαζί μου
- Οκ, συναντιόμαστε εκεί απάντησε ο Κώστας και προχώρησαν μπροστά με το Νίκο αφήνοντας πίσω το Μάνο να σκέφτεται ότι κάποιος παίζει με τα νεύρα του ….
Ανεβαίνοντας στην μηχανή ο Μάνος κρατήθηκε από το κάθισμα μόνο και μόνο για να μην αναγκαστεί να αγκαλιάσει τον Βασίλη.
- Όχι έτσι γιατί θα σε σπείρω πουθενά, παρατήρησε ο Βασίλης, καλύτερα να κρατηθείς από πάνω μου γιατί τρέχω λίγο
Και με μια δυνατή γκαζιά ταρακούνησε τον Μάνο κολλώντας τον στην πλάτη του. Εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη γραπώθηκε από τον Βασίλη ενώ ήταν πλέον σίγουρος ότι κάποιος έπαιζε με τα νεύρα του!
Από την υπόλοιπη βραδιά ο Μάνος έχει θολές εικόνες. Θυμάται τον Βασίλη να κάθεται δίπλα του και να του γεμίζει συνεχώς το ποτήρι με ρακή. Να τσουγκρίζει το ποτήρι και να του λέει «στην υγεία σου ρε Αθηναίε». Κι ύστερα όλα θολά. Κι ύστερα … κενό.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Από την στιγμή που άνοιξε τα μάτια του ο Μάνος, πέρασαν 20 δευτερόλεπτα για να συγκεντρώσει την σκέψη του και να καταλάβει που βρισκόταν. Ήταν στο κρεβάτι του , στο δωμάτιο του φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το δυνατό φως του ήλιου μαζί με πολλή ζέστη πράγμα που μαρτυρούσε ότι η ώρα δεν ήταν και πολύ πρωινή. Κοίταξε το ρολόι του… μεσημέρι. Σηκώθηκε και πήγε προς το μπάνιο. Αισθανόταν το κεφάλι του βαρύ. Μπήκε κάτω από το ντους και άφησε το νερό να τρέχει πάνω του κάνα πεντάλεπτο μένοντας ακίνητος. Σιγά σιγά άρχισαν όλα να έρχονται στο μυαλό του … το προηγούμενο βράδυ, η παρέα, η ρακή … το κενό! Πως είχε βρεθεί στο δωμάτιο; Σκουπίστηκε ελαφρά από τα νερά, έβαλε το μαγιό του και βγήκε στην βεράντα. Κοίταξε προς το πάρκινγκ για το αυτοκίνητο του. Δεν ήταν εκεί. Πανικοβλήθηκε. Τι στο διάολο έγινε το προηγούμενο βράδυ? Δεν θυμόταν τίποτα. Έψαξε για το κλειδί του αυτοκινήτου. Πουθενά! Φόρεσε στα γρήγορα ένα σορτσάκι και κατέβηκε να ψάξει για το αμάξι του.
Στην είσοδο της πανσιόν συνάντησε την κόρη της ιδιοκτήτριας.
- Καλημέρα, του είπε, τώρα ξυπνήσατε;
- Ναι, της απάντησε ο Μάνος, αλλα …
- Σίγουρα χρειάζεστε ένα καφέ τότε μετά το χθεσινό μεθύσι, συνέχισε εκείνη
Ο Μάνος την κοίταξε παραξενεμένος. Εκείνη το κατάλαβε.
- Ήμουν ξύπνια και καθόμουν στην πισίνα όταν σας έφερε ο φίλος σας χθες το βράδυ.
- Ο φίλος μου ;
- Ο Βασίλης, μου είπε ότι γνωρίζεστε μέσω κάποιου κοινού γνωστού σας. Αυτός σας έφερε εχθές το βράδυ και σας πήγε μέχρι το δωμάτιο σας. Μου είπε μάλιστα σήμερα να τον πάρετε τηλέφωνο για να σας επιστρέψει το αμάξι σας
Ο Μάνος έβγαλε μια ανάσα ανακούφισης στο άκουσμα αυτής της φράσης.
- Αυτός το έχει το αμάξι μου; Ευτυχώς γιατί μόλις έβγαινα να το ψάξω … ξέρετε δεν θυμάμαι και πολλά από χθες
Εκείνη χαμογέλασε.
- Ναι ξέρω είναι άτιμο πράγμα η ρακή. Σας έφερε μέχρι εδώ με το αυτοκίνητο αλλά μετά δεν είχε τρόπο να γυρίσει στα Χανιά, γι’ αυτό το πήρε
- Φυσικά, καταλαβαίνω, καλά έκανε. Σας άφησε μήπως το νούμερο του τηλεφώνου του;
Η κοπέλα του το έγραψε σε ένα χαρτί.
- Ευχαριστώ πολύ, της είπε ο Μάνος ευγενικά, τώρα για εκείνον το καφέ που λέγαμε …
- Φυσικά θα σας τον ετοιμάσω αμέσως , του απάντησε εκείνη πηγαίνοντας ήδη προς την κουζίνα
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάνος έμπαινε ξανά στο δωμάτιο του κρατώντας ένα ποτήρι δυνατού παγωμένου καφέ. Έστριψε ένα τσιγάρο και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. Σχημάτισε το νούμερο που του είχε δώσει η κοπέλα. Μετά από δυο χτυπήματα άκουσε τη φωνή του Βασίλη από την άλλη άκρη της γραμμής.
- Παρακαλώ;
- Ο Βασίλης;
- Ο ίδιος.
- Έλα, ο Μάνος είμαι.
- Μπα, κατάφερες να ξυπνήσεις;
- Ναι, με δυσκολία βέβαια. Σε ευχαριστώ πολύ για χθες.
- Για ποιο πράγμα;
- Που με έφερες πίσω.
- Σιγά το πράγμα. Ξέρεις ότι έχω το αμάξι σου;
- Ναι μου το είπε η κόρη της ιδιοκτήτριας. Ευτυχώς γιατί έψαχνα να το βρω.
- Καλά εσύ δεν θυμάσαι τίποτα;
- Τίποτα, η τελευταία εικόνα που έχω είναι να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια με την ρακή … μετά από αυτό, το χάος
- Εγώ σε είχα ρωτήσει αν αντέχεις το αλκοόλ και δεν μου απάντησες
- Ναι , και σκέφτηκες να το εξακριβώσεις μόνος σου. Τώρα που τα θυμάμαι σιγά σιγά, εσύ φταις που έγινα έτσι εχθές. Εσύ ήσουνα δίπλα μου και μου γέμιζες συνέχεια το ποτήρι.
- Εσύ θα μας πεις ότι το κάναμε κι επίτηδες για να σε αποπλανήσουμε! είπε ο Βασίλης γελώντας
«Που τέτοια τύχη» σκέφτηκε ο Μάνος αλλά δεν το ξεστόμισε φυσικά.
- Τέλος πάντων, συνέχισε, σε συγχωρώ γιατί μετά ανέλαβες τις εύθηνες σου και με έφερες στο κρεβάτι μου σώο και αβλαβή
- Μέχρι και τα ρούχα σου έβγαλα για να μην σκάσεις από τη ζέστη ψευτοαπολογήθηκε ο Βασίλης.
«Αυτό πάλι, να το ζήσω και να μην το θυμάμαι!!!» σκέφτηκε ξανά ο Μάνος αλλά και πάλι δεν το ξεστόμισε. Την σκέψη του διέκοψε η φωνή του Βασίλη στο ακουστικό.
- Λοιπόν εγώ σε μισή ώρα τελειώνω. Μπορώ να σου φέρω εκεί το αμάξι αλλά μετά θα πρέπει να με γυρίσεις πίσω γιατί έχω μια υποχρέωση
- Μην σε βάζω στον κόπο ρε, να κατέβω εγώ στα Χανιά με κάνα λεωφορείο.
- Όχι, όχι θα στο φέρω εκεί.
- Εντάξει τότε θα σε περιμένω
Σαράνταπέντε λεπτά αργότερα ο Μάνος είδε το αυτοκίνητό του να μπαίνει στο πάρκινγκ της πανσιόν. Από μέσα βγήκε ο Βασίλης και τον χαιρέτησε από μακριά. Αμέσως ο Μάνος κατέβηκε και τον συνάντησε.
Έδωσαν τα χέρια.
- Έχεις χρόνο να σε κεράσω ένα καφέ η πρέπει να γυρίσεις αμέσως πίσω; τον ρώτησε ο Μάνος
- Σε ευχαριστώ, αλλά πρέπει να γυρίσω. Σου είπα έχω μια υποχρέωση.
- Κανένα πρόβλημα
Μπήκαν και οι δύο στο αυτοκίνητο. Ο Μάνος έβαλε μπρος και ξεκίνησαν για τα Χανιά.
- Το βράδυ πάντως δεν το γλιτώνεις το κέρασμα , του είπε ο Μάνος χαμογελώντας
- Ούτε το βράδυ θα μπορέσω, απάντησε ο Βασίλης. Το είπε σαν να απολογείται πράγμα που παραξένεψε τον Μάνο. Οι άλλοι όμως θα σε περιμένουν στο καφέ κανονικά. Μην μείνεις μόνος σου, συνέχισε.
- Αύριο είναι η τελευταία μου μέρα στα Χανιά. Μεθαύριο το πρωί θα φύγω για Ρέθυμνο, είπε ο Μάνος χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Κανόνισε να βρεθούμε αύριο το βράδυ με τα παιδιά για να σας χαιρετήσω.
- Ναι φυσικά θα το κανονίσουμε απάντησε ο Βασίλης αλλά στην φωνή του κρυβόταν μια απογοήτευση που ο Μάνος δεν την πρόσεξε.
Το ίδιο βράδυ έμαθε από τον Κώστα και τον Νίκο ότι η υποχρέωση που είχε ο Βασίλης και δεν ήταν μαζί τους ήταν τα γενέθλια της αρραβωνιαστικιάς του.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Την επόμενη μέρα ο Μάνος είχε κανονίσει να περάσει το φαράγγι της Σαμαριάς. Σηκώθηκε πολύ πρωί ώστε πριν τις 8 να μπαίνει στο φαράγγι. Του είχαν πει ότι ήταν γύρω στις 6-7 ώρες περπάτημα και ήθελε να μη τον πιάσει η ζεστή του μεσημεριού μέσα στο φαράγγι.
Η εμπειρία ήταν πραγματικά μοναδική. Το άγριο φυσικό τοπίο, οι πηγές με τα κρυστάλλινα νερά, τα άγρια κρι-κρί που κρέμονταν από τους απότομους βράχους, η πορεία δίπλα, πάνω και μέσα από το ποτάμι ήταν για τον Μάνο, έναν άνθρωπο της πόλης, πραγματικά πρωτόγνωρη εμπειρία. Όταν έφτασε όμως στην έξοδο του φαραγγιού, στην Αγία Ρουμέλη δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της πορείας του , λόγω της ζέστης έβγαλε το μπλουζάκι του με αποτέλεσμα ο ήλιος να τον κάψει άσχημα τόσο στο σώμα όσο και στο πρόσωπό του. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να τον πονάνε από το περπάτημα μιας και δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες μεγάλες πεζοπορίες. Όταν αργά το απόγευμα έφτασε πίσω στο δωμάτιό του, η κατάσταση ήταν χειρότερη. Τα καψίματα από τον ήλιο είχαν αρχίσει να τσούζουν και τα πόδια του ήταν τελείως μουδιασμένα και πονούσαν πολύ σε κάθε κίνηση.
Με δυσκολία έκανε ένα ντους και άλειψε με κρέμα τα εγκαύματα από τον ήλιο. Ύστερα ξάπλωσε αποκαμωμένος στο κρεβάτι. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει 9 το βράδυ. Τώρα οι άλλοι θα τον περίμεναν να κατέβει στα Χανιά. Αδύνατον. 1ον δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια του και 2ον η φάτσα του ήταν πολύ αστεία έτσι όπως είχε κοκκινίσει. Δεν ήθελε να τον δει ο Βασίλης σε αυτά τα χάλια.
Είχε ψιλογλαρώσει στο κρεβάτι, όταν άκουσε το τηλέφωνο του δωματίου να χτυπάει. Το σήκωσε απορημένος. Ήταν ο Βασίλης.
- Καλά ακόμα εκεί είσαι; Εμείς σε περιμένουμε
- Βασίλη δεν θα μπορέσω να έρθω, απάντησε ο Μάνος και του εξήγησε την κατάσταση
- Τότε δεν φεύγεις αύριο, συμπέρανε ο Βασίλης.
- Δεν γίνεται, το είχα πει στην ιδιοκτήτρια κι έχει κλείσει το δωμάτιο σε άλλους. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε αύριο θα είμαι καλύτερα. Πες στα παιδιά ότι τους ευχαριστώ για όλα. Κι εσένα σε ευχαριστώ φυσικά
- Δηλαδή θα μείνεις εκεί σήμερα; Ξαναρώτησε ο Βασίλης
- Αφού σου είπα, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου
- Τότε έρχομαι από κει να σε χαιρετήσω από κοντά είπε ο Βασίλης και πριν προλάβει να απαντήσει ο Μάνος η γραμμή είχε κοπεί.
Όταν αργότερα ο Βασίλης έμπαινε στο δωμάτιο του Μάνου με δυσκολία κατάφερνε να μην γελάσει με το θέαμα.
- Πως τα κατάφερες κι έγινες έτσι; Του είπε σαρκάζοντας
- Το φαράγγι σας φταίει! Απάντησε θυμωμένα ο Μάνος
- Τα ξερό σου το κεφάλι φταίει, πως πήγες έτσι στο φαράγγι, χωρίς προστασία.
- Που να το ξέρω, απολογήθηκε ο Μάνος, σα’ πως έχω ξαναπεράσει φαράγγι;
Ο Βασίλης χαμογέλασε.
- Λοιπόν έχω μια ιδέα! Είπε, μπορείς να περπατήσεις μέχρι το αυτοκίνητο;
- Με δυσκολία, απάντησε ο Μάνος
- Ωραία, τότε προτείνω άραγμα στην παραλία με παγωμένες μπυρίτσες, έτσι για το αποχαιρετιστήριο.
- Δεν ξέρω αν είναι πολύ καλή ιδέα … μουρμούρισε ο Μάνος.
- Δεν ακούω τίποτα επέμεινε ο Βασίλης. Εγώ θα οδηγήσω, εγώ θα σε φέρω πίσω, έλα ρε είναι κρίμα να μείνεις εδώ τελευταίο βράδυ.
Ο Μάνος συμφώνησε απρόθυμα … «δεν λες εύκολα όχι όταν σε παρακαλάει ένας τέτοιος γκόμενος ακόμα κι αν δεν υπάρχουν προοπτικές» σκέφτηκε και σηκώθηκε.
Πήγαν σε μια μικρή παραλία που ήξερε ο Βασίλης κάνα εικοσάλεπτο με το αμάξι. Στην διαδρομή είχαν πάρει μπύρες και μερικά σνακ. Έστρωσαν πρόχειρα δυο πετσέτες θαλάσσης και ξάπλωσαν. Ο Βασίλης άνοιξε μια μπύρα και την πρόσφερε στον Μάνο. Άνοιξε και μια για τον εαυτό του, σήκωσε το κουτάκι ψηλά και είπε γελώντας.
- Πίνω στην υγεία του Αθηναίου που σήμερα ανακάλυψε πως είναι να περιπλανιέσαι στην ύπαιθρο.
- Εγώ πίνω στη υγειά του πιο φιλόξενου κρητικού που έχω γνωρίσει, απάντησε ο Μάνος.
Τσούγκρισαν τα κουτάκια και κατέβασαν μερικές γουλιές. Ο Μάνος γύρισε και κοίταξε προς τον ουρανό. Χάζεψε το φεγγάρι και τις αχτίδες του που έπαιζαν με το μαύρο της θάλασσας. Έμειναν για λίγο αμίλητοι και οι δύο.
- Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε ο Βασίλης
- Τίποτα σημαντικό, απάντησε ο Μάνος
- Τότε πες μου τι ασήμαντο σκέφτεσαι, επέμεινε ο Βασίλης
- Χαζορομαντισμούς, απάντησε ο Μάνος, θα με κοροϊδέψεις.
- Πάρε το ρίσκο, τον προκάλεσε ο Βασίλης
Ο Μάνος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Να σκέφτομαι ότι οι καλοκαιρινές βραδιές είναι ωραία να τις μοιράζεσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς.
- Αυτό είναι χαζορομαντισμός; Εγώ το βρίσκω απλά αληθινό. Αλλά μάλλον με έχεις περάσει για κανένα αγροίκο.
- Όχι βρε Βασίλη προς θεού, δικαιολογήθηκε ο Μάνος, απλά θεωρώ ότι εσύ τις ζεις ήδη αυτές τις στιγμές μιας και είσαι αρραβωνιασμένος.
- Ενώ εσύ;
- Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που έχω έρθει μόνος μου διακοπές. Σου φαίνεται ότι έχω κάποιον για να μοιραστώ στιγμές;
- Κι εγώ που έχω, μην νομίζεις, τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.
- Τι εννοείς; Δεν την αγαπάς την κοπέλα;
- Φυσικά και την αγαπάω. Είμαστε μαζί από το σχολείο. Σχεδόν 12 χρόνια. Αλλά υπάρχουν κι άλλα …
- Δηλαδή;
- Άστο. Είπε ο Βασίλης και σηκώθηκε όρθιος
Ο Μάνος ένοιωθε ότι αυτή η κουβέντα κάπου οδηγούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει που. Ο Βασίλης έβγαλε τα παπούτσια του και πήγε και κάθισε δίπλα στη θάλασσα. Ο Μάνος τον ακολούθησε – με δυσκολία γιατί τα πόδια του πονούσαν ακόμα – και κάθισε δίπλα του προσφέροντας του μια καινούρια μπύρα.
- Δεν ήθελα να σου χαλάσω την διάθεση, απολογήθηκε ο Μάνος
Ο Βασίλης χαμογέλασε.
- Δεν μου χάλασες εσύ την διάθεση. Το αντίθετο. Εσύ μου φτιάχνεις την διάθεση.
- Ωραία, ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο. Πότε με το καλό ο Γάμος;
- Κανόνισε Αθηναίε, θα σε πλακώσω στις φάπες και θα πονάνε διπλά τώρα που είσαι καμένος
- Καλά, καλά σε πειράζω!
- Εσύ αλήθεια δεν μου είπες, πως και είσαι μόνος σου. Ένα τόσο ωραίο παιδί αποκλείεται να μην βρίσκει γκόμενα.
Ο Μάνος ένοιωσε ότι έμπαιναν στα δύσκολα. Τι να απαντήσει τώρα; Να πει την αλήθεια η να το παίξει στρεϊτ; Δεν ήξερε …
- Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, απάντησε προσπαθώντας να αποφύγει μια πιο ευθεία απάντηση.
- Δεν θα αποφύγεις έτσι την απάντηση, είπε ο Βασίλης που το κατάλαβε, για πες
- Ίσως να μην θέλω να σου πω γιατί μπορεί να σηκωθείς και να φύγεις και να με παρατήσεις εδώ καμένο άνθρωπο.
- Πάρε το ρίσκο. Ξαναείπε ο Βασίλης
Ο Μάνος κοίταξε πάλι προς τον ουρανό … ας το πάρει το ποτάμι σκέφτηκε.
- Ξέρεις Βασίλη, εγώ έχω περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού
- Τι σημαίνει αυτό ; ρώτησε ο Βασίλης
- Εννοώ ότι εγώ δεν πρόκειται να έχω ποτέ αρραβωνιαστικιά.
- Γιατί;
- Γιατί πολύ απλά δεν θέλω.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Καλύτερα.
Έγινε μια μικρή παύση. Ο Βασίλης την διέκοψε.
- Σου είπα ψέματα … καταλαβαίνω τι ήθελες να πεις … δηλαδή το είχα καταλάβει … κι εγώ … δεν … δηλαδή … δεν ήξερα αν ήθελες …
Ο Μάνος τον κοίταξε στα μάτια.
- Θες να πεις ότι …
- Μου αρέσεις, από την πρώτη στιγμή που σε είδα
- Κι εγώ θέλω να σε φιλήσω από την πρώτη στιγμή που σε είδα
Ο Μάνος άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τα μαλλιά
Ο Βασίλης του έπιασε το χέρι. Κι ύστερα φιλήθηκαν τρυφερά. Κι ύστερα φιλήθηκαν πιο άγρια. Κι ύστερα έκαναν έρωτα πάνω στην άμμο. Κι ύστερα γύρισαν στο δωμάτιο του Μάνου. Κι ύστερα ξανάκαναν έρωτα.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το χάραμα τους βρήκε αγκαλιά στην βεράντα του Μάνου. Δεν μιλούσαν. Ο Βασίλης φιλούσε τρυφερά την πλάτη του Μάνου. Εδώ και λίγη ώρα μια σκέψη ταλαιπωρούσε το Μάνο. Αποφάσισε να την μοιραστεί με το Βασίλη
- Ξέρεις σε μερικές ώρες πρέπει να αδειάσω το δωμάτιο.
- Το ξέρω, αποκρίθηκε ο Βασίλης.
- Και μετά θα πρέπει να φύγω για Ρέθυμνο
- Να φύγεις ξαναείπε ο Βασίλης.
Ο Μάνος έσκυψε το κεφάλι για να μην δείξει την απογοήτευσή του. Ο Βασίλης το κατάλαβε. Του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια.
- Δεν μπορώ να σου δώσω υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, το ξέρεις
Ο Μάνος έγνεψε καταφατικά.
- Μπορώ όμως να έρθω κι εγώ για 2-3 μέρες στο Ρέθυμνο. Θα είναι καλύτερα και για μένα να είμαι μακριά από τα Χανιά που με ξέρουν όλοι. Όταν θα φύγω όμως από το Ρέθυμνο τελειώνουν όλα, αυτό πρέπει να το ξέρουμε και οι δύο. Και θα πονέσει. Αλλά θέλω πολύ να περάσω αυτές τις μέρες μαζί σου. Αν όμως για σένα είναι καλύτερα να τελειώσει τώρα θα κάνω αυτό που θέλεις εσύ
Ο Μάνος έσκυψε και τον φίλησε. Ύστερα τον κοίταξε και του είπε
- Μην τολμήσεις και δεν έρθεις γιατί εμείς οι κρητικοί κουβαλούμε και όπλα!
Γέλασαν και οι δύο και φιλήθηκαν για μια ακόμα φορά καθώς ο ήλιος έδιωχνε το σκοτάδι από τον ουρανό των Χανίων.
Ο Μάνος επέστρεφε από την δουλειά και μποτιλιαρισμένος στην Μεσογείων, μέσα στο δίπορτο Peugeot ένοιωθε σαν κοτόπουλο μέσα σε φούρνο μικροκυμάτων.
«Μια βδομαδούλα μένει», σκέφτηκε, « κι ύστερα 2 εβδομάδες άδεια! »
Η επόμενη σκέψη του δεν ήταν και τόσο ευχάριστη …
«Άδεια για πού; … και με ποιόν; … σκατά!»
Κανένας φίλος του δεν έπαιρνε άδεια την ίδια περίοδο με αυτόν. Έψαχνε απεγνωσμένα εδώ κι ένα μήνα παρέα για διακοπές αλλά τίποτα δεν καθότανε. Τώρα είχε φτάσει στο παρά πέντε κι ακόμα δεν είχε κανονίσει τίποτα. Να μείνει στην Αθήνα δεν το συζητούσε.
Μποτιλιαρισμένος όπως ήταν, το βλέμμα του άρχισε να χαζεύει τριγύρω. Δυο κοπέλες που περνούσαν απέναντι, ένα μηχανάκι με έναν νόστιμο οδηγό, την κυρία που ξεφυσούσε στο διπλανό αυτοκίνητο, ένα φορτηγό που έγραφε με μεγάλα γράμματα « Κρητικά Προϊόντα Η Μεγαλόνησος» κι από κάτω μια μεγάλη ζωγραφιά της Κρήτης …
«Αυτό είναι !...» η σκέψη άστραψε με μιας στο μυαλό του.
« Θα πάω στην Κρήτη! Μόνος μου! Εγώ, το αμαξάκι μου, τα βιβλία μου, το stuff μου … τι άλλο θέλω;»
Η ιδέα τον ενθουσίασε. Όσο το δούλευε στο μυαλό του τόσο πιο ιδανικό του φαινόταν. Δεν είχε ξανά πάει στην Κρήτη. Μεγάλο νησί, πολλές επιλογές, βουνό, θάλασσα, διαδρομές με το αμάξι, παραλίες, φαράγγια για εξερεύνηση … οι κρητικοί! Όλα του φαίνονταν ιδανικά.
Ξεμπλοκάροντας από την κίνηση, αντί να στρίψει προς το σπίτι του συνέχισε προς τα πρακτορεία πλοίων του Πειραιά
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
- Είσαι τρελός; του είπε ο φίλος του ο Αργύρης. Θα πας μόνος σου διακοπές;
- Αφού όλοι οι υπόλοιποι μαλακίζεστε. Ένα μήνα τώρα σας πιπιλάω το μυαλό για διακοπές και δεν κάνετε τίποτα. Πάω κι εγώ μόνος μου , απάντησε ο Μάνος συνεχίζοντας να γεμίζει το σακ-βουαγιάζ του με ρούχα.
- Μα θα βαρεθείς. Δεν θα έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις, να πας για φαγητό, για να βγεις το βράδυ …
- Μην ξεχνάς ότι ένας άνθρωπος μόνος του κάνει πιο εύκολα γνωριμίες, άλλωστε το νησί έχει πολύ τουρισμό … για να μην πω για τους κρητικούς είπε ο Μάνος ζωγραφίζοντας στο πρόσωπό του ένα πονηρό χαμόγελο και κλείνοντας το μάτι στον φίλο του … θα είμαι μόνος μου μόνο αν θέλω να είμαι μόνος μου
- Μα …
- Δεν έχει μα … τέλείωσε, αύριο το απόγευμα σαλπάρει το παπόρο φιλενάδα. Πάω να ξεκουραστώ, να κάνω τα μπάνια μου ε, κι αν δω ότι φρικάρω παίρνω το καράβι και επιστρέφω …. Simple. Ευχήσου μου λοιπόν να περάσω καλά κι έλα βάλε ένα χεράκι να κλείσω το σάκο γιατί είναι τίγκα
- Μα καλά πια κι εσύ, τι έχεις βάλει μέσα, όλη σου την καρνταρόμπα;
- Μα φυσικά.
- Σωστά …
Και σκασμένοι στα γέλια έπεσαν πάνω στον παραγεμισμένο σάκο
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει όταν το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι των Χανίων. Ο Μάνος όπως και αρκετοί συνεπιβάτες του είχαν περάσει την νύχτα στο κατάστρωμα μέσα στα sleeping bag τους. Η αναγγελία της άφιξης από τα μεγάφωνα του πλοίου ξύπνησε τους περισσότερους. Ο Μάνος σηκώθηκε και κοίταξε προς τη θάλασσα. Το λιμάνι, αν και τίποτα ιδιαίτερο, μεσ’ το αχνό φως της αυγής, το κρυστάλλινο νερό της θάλασσας και το απαλό καλοκαιρινό αεράκι, φάνταζε ειδυλλιακό τοπίο πλημμυρίζοντας τον με μια αίσθηση ευφορίας.
Αφού αποβιβάστηκε και ενημερώθηκε από τους λιμενικούς προς τα πού ήταν η πόλη των Χανίων μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε.
«Να πας στο παλιό λιμάνι, είναι πολύ όμορφο, γραφικό» του έλεγαν όλοι πριν έρθει … «Να λοιπόν που θα πάρω το πρωινό μου» σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν προς την πόλη.
Σταμάτησε το αμάξι κάπου κεντρικά και κατευθύνθηκε με τα πόδια προς το παλιό λιμάνι. Φτάνοντας, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Η εικόνα ήταν μαγευτική. Τα παλιά σπίτια , το πολύ διώροφα, ο φάρος στην άκρη του λιμανιού, η λιθόστρωτη υγρή προκυμαία λουσμένα από το χρυσό φως του πρωινού να καθρεφτίζονται στα ακίνητα νερά της θάλασσας.
Στάθηκε για λίγο ακόμα ακίνητος χαζεύοντας το τοπίο. Τα μαγαζιά γύρω από το λιμάνι ήταν ακόμα κλειστά. Κόσμος δεν κυκλοφορούσε. Στην άλλη άκρη της προβλήτας διέκρινε μια ηλικιωμένη γυναίκα που σκούπιζε την είσοδο μιας καφετέριας. Πλησίασε προς το μέρος της.
- Καλημέρα σας, είπε ευγενικά
- Καλημέρα παλικάρι μου του είπε εκείνη φανερώνοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο βαθιά ρυτιδιασμένο πρόσωπό της
- Τι ώρα ανοίγετε;
- Δεν ξέρω παιδάκι μου, η κόρη μου το δουλεύει τούτο εδώ το μαγαζί, εγώ έρχομαι και της κάνω καμία δουλεία να την ελαφρύνω λίγο, έχει και παιδιά , ξέρεις, που να τα προλάβει όλα η καψερή.
Ο Μάνος χαμογέλασε με την αθωότητα που τούτη εδώ η γιαγιά μιλούσε για τα οικογενειακά της σε έναν άγνωστο.
- Ευχαριστώ πολύ, είπε και γύρισε να φύγει
- Εσύ τι ψάχνεις; Τον ρώτησε η γιαγιά
- Α, τίποτα, να μόλις έφτασα από Αθήνα με το πρωινό πλοίο και είπα να πιω ένα καφεδάκι.
- Στάσου τότε να σου κάμω εγώ καφέ, κάτσε, να σου ψήσω κι ένα τοστ; Θα σου ψήσω δεν κάνει να πίνεις τον καφέ νηστικός. Και χωρίς να περιμένει απάντηση η ηλικιωμένη γυναίκα χάθηκε μέσα στο μαγαζί
Ο Μάνος χαμογέλασε και κάθισε σε ένα τραπέζι ώστε να έχει μια πανοραμική θέα του λιμανιού που δειλά δειλά αποκτούσε ζωή
«Καλωσόρισα και καλώς σε βρήκα λεβεντογέννα Κρήτη. Μου φαίνεται θα περάσω ωραίες διακοπές» σκέφτηκε καθώς άναβε τσιγάρο κι άφηνε το βλέμμα του να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο
Η κυρα Σοφία –έτσι έλεγαν την ηλικιωμένη γυναίκα- αποδείχτηκε τελικά θησαυρός για τον Μάνο. Καθώς την ρώτησε που θα μπορούσε να νοικιάσει δωμάτιο για να μείνει εκείνη του είπε για μια ανιψιά της που νοίκιαζε δωμάτια.
- Είναι λίγο παραέξω, του είπε, στην Αγια Μαρίνα 4-5 χιλιόμετρα από εδώ. Αλλά θα έχεις την ησυχία σου. Εδώ μεσ’ την πόλη έχει φασαρία νύχτα μέρα. Κι αφού έχεις και αμάξι δεν έχεις πρόβλημα. Θα της πω να σου κάμει και καλύτερη τιμή. Μόνος σου είπες πως έχεις έρθει ε;
Ο Μάνος καταλάβαινε πως της φαινόταν περίεργο που ταξίδευε μόνος αλλά η ευγένεια δεν της επέτρεπε να ρωτήσει περισσότερα.
Πράγματι, η ανιψιά της κυρα Σοφίας είχε ένα μικρό συγκρότημα από ενοικιαζόμενα δωμάτια, πολύ περιποιημένα, ήσυχα, με πισίνα, θέα στη θάλασσα και η τιμή που του έκανε ήταν αρκετά συμφέρουσα. Έτσι τρεις μόλις ώρες από την άφιξή του βρισκόταν ήδη και χαλάρωνε στην βεράντα του δωματίου του με τον δεύτερο καφέ, το βιβλίο του κι έναν φρεσκοστριμένο μπάφο!
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το υπόλοιπο της ημέρα κύλησε ήρεμα με μπάνιο στη θάλασσα, διάβασμα, φαγητό και λίγο ύπνο. Το βραδάκι ετοιμάστηκε να κατέβει μια βόλτα στην πόλη των Χανίων να χαζέψει και να πιει κάνα ποτάκι.
Κατέβηκε πάλι στο παλιό λιμάνι. Η εικόνα που είχε από το πρωί δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αντίκριζε τώρα. Απίστευτος κόσμος παντού. Τα μαγαζιά όλα γεμάτα, παρέες που βολτάριζαν, πιτσιρίκια που έτρεχαν πάνω κάτω, φωνές, γέλια μουσικές! Ένα απίστευτο καλοκαιρινό πανηγύρι που συναντάς στα περισσότερα τουριστικά θέρετρα. Ο Μάνος κατευθύνθηκε προς το μαγαζί της κυρα Σοφίας ελπίζοντας να την βρει και να την ευχαριστήσει για το δωμάτιο. Καθώς περνούσε μπροστά από τα μαγαζιά άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του. Γύρισε απορημένος προς το μέρος που ερχόταν η φωνή. Είδε έναν άντρα να έχει σηκωθεί από μια παρέα και να έρχεται προς το μέρος του. Καθώς πλησίαζε τον αναγνώρισε. Ήταν ο Κώστας, ένας υπαξιωματικός που είχε όταν υπηρετούσε στο Ναυτικό.
- Τι κάνεις ρε Μάνο; Είπε δίνοντας το χέρι του να τον χαιρετήσει.
- Μια χαρά Κώστα, εσύ
- Καλά. Πώς κι από εδώ; Διακοπές να φανταστώ;
- Ναι διακοπές, εσύ;
- Εγώ έχω πάρει μετάθεση εδώ στην μονάδα της Σούδας. Είμαι πλέον στο σπίτι μου.
- Κρητικός είσαι;
- Ναι δεν το ήξερες;
- Όχι
- Εσύ έχεις έρθει με καμία γκόμενα η άλλη παρέα;
- Όχι. Μόνος μου έχω έρθει.
- Μόνος σου διακοπές;
- Ναι μωρέ, ξέρεις δεν καθότανε παρέα κι έτσι από το να μείνω Αθήνα ήρθα να δω και το νησί σας που δεν το ξέρω.
- Καλά έκανες , που πας τώρα; Έλα να καθίσεις μαζί μας να πιούμε ένα ποτάκι
- Όχι μωρέ, μην αναστατώσω και την παρέα σας
- Τι βλακείες λες, αντροπαρέα είμαστε με άλλα δυο παιδιά από την μονάδα, έλα δεν ακούω τίποτα. Ένα ποτό
Μη έχοντας άλλη επιλογή ο Μάνος ακολούθησε τον Κώστα στο τραπέζι. Εκείνος έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Ο Νίκος κι ο Βασίλης. Και οι δύο έδωσαν τα χέρια στον Μάνο και κάθισαν όλοι μαζί. Το βλέμμα του Μάνου είχε σκαλώσει πάνω στο Βασίλη. Ήταν ωραίος άντρας. Ψηλός και δεμένος, με φαρδιές πλάτες και στιβαρά μπράτσα .Τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα σε αντίθεση με τις πυκνές φούντες που ξεπηδούσαν στο στέρνο του από το άνοιγμα του πουκαμίσου του. Κι όλα αυτά με ένα γλυκό, σχεδόν παιδικό πρόσωπο με δυο μαύρα γυαλιστερά μάτια. Το χάζι του διέκοψε ο Κώστας.
- Έχεις έρθει μέρες στο νησί;
- Όχι σήμερα το πρωί ήρθα. Η πρώτη μου βόλτα είναι στην πόλη, είπε ο Μάνος και εξήγησε την ιστορία με την κυρα Σοφία
- Α, ναι ξέρω που μένεις, είπε ο Βασίλης. Μια χαρά είσαι εκεί, ήσυχα και οι ιδιοκτήτες είναι καλοί άνθρωποι τους γνωρίζω.
- Ναι ήμουν τυχερός απάντησε ο Μάνος
- Πάντως εγώ δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα να πάω μόνος μου διακοπές, συνέχισε ο Νίκος, νομίζω θα βαριόμουνα.
- Κι εγώ δεν ξέρω πως θα πάει, είπε ο Μάνος, άμα βαρεθώ παίρνω το πρώτο καράβι και πίσω
- Κι εμείς τι κάνουμε εδώ; πετάχτηκε ο Βασίλης.
- Τι εννοείς; απόρησε ο Μάνος
- Εννοώ ότι δεν ξέρω τι θα κάνεις τα πρωινά αλλά απόγευμα και βράδυ εμείς εδώ βολοδέρνουμε, κάνα ποτό, καμία ρακή να έρχεσαι παρέα μας αν θες.
- Ναι δίκιο έχει, βιάστηκε να συμπληρώσει ο Κώστας, να έρχεσαι παρέα μας όσες μέρες μείνεις.
- Ευχαριστώ πολύ παιδιά αλλά σιγά μην σας φορτωθώ.
- Καλά δεν θα σε κουβαλάμε στην πλάτη μας, είπε με χιούμορ ο Βασίλης. Για μας δεν είναι κανένα βάρος. Τι τρία μπακούρια που είμαστε τώρα, τι τέσσερα.
- Ε, όχι και μπακούρια , πετάχτηκε ο Νίκος. Εσύ Βασιλάκη ξεχνάς ότι έχεις και μια αρραβωνιαστικιά;
- Δεν το ξεχνάει, είπε γελώντας ο Κώστας, αλλά κάνει ότι μπορεί για να μην του το θυμίζουμε
- Είστε μεγάλα καθάρματα, απάντησε ο Βασίλης ενώ ο Μάνος για μια ακόμα φορά επιβεβαίωνε στο μυαλό του ότι ένας τόσο ωραίος άντρας υπήρχαν πολύ λίγες πιθανότητες να είναι ελεύθερος … και καθόλου πιθανότητες να μην είναι στρέϊτ
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Την επομένη, ο Μάνος πίνοντας τον καφέ του στην βεράντα του δωματίου άρχισε να φτιάχνει ένα πλάνο για τις διακοπές του. Άνοιξε το χάρτη κι άρχισε να σημειώνει τα μέρη που ήθελε να επισκεφτεί. Αποφάσισε να μείνει τέσσερις μέρες στα Χανιά, μετά να πάει για άλλες τέσσερις στο Ρέθυμνο κι αν δεν έχει βαρεθεί ακόμα προχωράει για Ηράκλειο. Γύρισε και κοίταξε προς τη θάλασσα. Στο μυαλό του ήρθε η παρέα της προηγούμενης βραδιάς. Θα τον περίμεναν το βράδυ στα Χανιά. Του είχαν υποσχεθεί να τον πάνε για Κρητική κουζίνα και ρακή.
«Και μην τολμήσεις να μην έρθεις», του είχε πει ο Βασίλης , «γιατί εμείς οι Κρητικοί κουβαλούμε και όπλα! » προκαλώντας το γέλιο σ’ όλη την παρέα. «Πολύ φιλόξενοι τελικά οι Κρητικοί» σκέφτηκε ο Μάνος, « η μήπως όχι; Μπας και η επιμονή του Βασίλη είχε άλλο σκοπό;»
«Μπα,» πετάχτηκε αμέσως μια δεύτερη σκέψη « δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση και βγάλ’ το από το μυαλό σου!», «τέτοιοι άντρες δεν είναι για τα μούτρα σου». Από άμυνα, έφερε την φωνή της λογικής να βάλει μια τάξη μέσα στο μυαλό του. «Είσαι διακοπές, κοίτα να ξεκουραστείς και να απολαύσεις τον ήλιο και την θάλασσα κι άσε τους προβληματισμούς για άλλες ώρες». «Σωστά!» είπε μεγαλόφωνα και σηκώθηκε για να ετοιμαστεί για μια μικρή εκδρομή στο νομό.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το βράδυ ο Μάνος βρήκε την «αντροπαρέα» να τον περιμένει στο ίδιο καφέ που είχαν συναντηθεί την προηγούμενη. Τους χαιρέτησε και κάθισε απέναντι από τον Βασίλη.
- Ήρθες τελικά, είπε γελώντας πονηρά
- Ε, αφού με απείλησες ότι θα με πυροβολήσεις, μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Ανταπέδωσε ο Μάνος κοιτάζοντας τον στιγμιαία αλλά καρφωτά μέσα στα μάτια και γυρίζοντας προς το μέρος του Κώστα συνέχισε
- Τι πρόγραμμα έχετε για απόψε;
- Είπαμε, σήμερα θα δοκιμάσεις την κρητική κουζίνα και την ντόπια ρακή, την σπιτική όχι τις εμφιαλωμένες που πίνετε στην Αθήνα απάντησε ο Κώστας
- Ελπίζω μόνο να αντέχεις το αλκοόλ, πετάχτηκε ο Βασίλης ξανά.
Ο Μάνος τον ξανακάρφωσε χωρίς να απαντήσει. Ευτυχώς διέκοψε ο Νίκος.
- Δεν πάμε γιατί έχω αρχίσει και πεινάω;
- Θέλετε να πάμε με το αυτοκίνητο; Προσφέρθηκε ο Μάνος.
- Καλύτερα με τις μηχανές, το αμάξι δεν θα βρούμε να παρκάρουμε απάντησε ο Βασίλης και γυρνώντας στον Κώστα συνέχισε
- Κώστα, πάρε εσύ τον Νίκο κι ο Μάνος έρχεται μαζί μου
- Οκ, συναντιόμαστε εκεί απάντησε ο Κώστας και προχώρησαν μπροστά με το Νίκο αφήνοντας πίσω το Μάνο να σκέφτεται ότι κάποιος παίζει με τα νεύρα του ….
Ανεβαίνοντας στην μηχανή ο Μάνος κρατήθηκε από το κάθισμα μόνο και μόνο για να μην αναγκαστεί να αγκαλιάσει τον Βασίλη.
- Όχι έτσι γιατί θα σε σπείρω πουθενά, παρατήρησε ο Βασίλης, καλύτερα να κρατηθείς από πάνω μου γιατί τρέχω λίγο
Και με μια δυνατή γκαζιά ταρακούνησε τον Μάνο κολλώντας τον στην πλάτη του. Εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη γραπώθηκε από τον Βασίλη ενώ ήταν πλέον σίγουρος ότι κάποιος έπαιζε με τα νεύρα του!
Από την υπόλοιπη βραδιά ο Μάνος έχει θολές εικόνες. Θυμάται τον Βασίλη να κάθεται δίπλα του και να του γεμίζει συνεχώς το ποτήρι με ρακή. Να τσουγκρίζει το ποτήρι και να του λέει «στην υγεία σου ρε Αθηναίε». Κι ύστερα όλα θολά. Κι ύστερα … κενό.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Από την στιγμή που άνοιξε τα μάτια του ο Μάνος, πέρασαν 20 δευτερόλεπτα για να συγκεντρώσει την σκέψη του και να καταλάβει που βρισκόταν. Ήταν στο κρεβάτι του , στο δωμάτιο του φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το δυνατό φως του ήλιου μαζί με πολλή ζέστη πράγμα που μαρτυρούσε ότι η ώρα δεν ήταν και πολύ πρωινή. Κοίταξε το ρολόι του… μεσημέρι. Σηκώθηκε και πήγε προς το μπάνιο. Αισθανόταν το κεφάλι του βαρύ. Μπήκε κάτω από το ντους και άφησε το νερό να τρέχει πάνω του κάνα πεντάλεπτο μένοντας ακίνητος. Σιγά σιγά άρχισαν όλα να έρχονται στο μυαλό του … το προηγούμενο βράδυ, η παρέα, η ρακή … το κενό! Πως είχε βρεθεί στο δωμάτιο; Σκουπίστηκε ελαφρά από τα νερά, έβαλε το μαγιό του και βγήκε στην βεράντα. Κοίταξε προς το πάρκινγκ για το αυτοκίνητο του. Δεν ήταν εκεί. Πανικοβλήθηκε. Τι στο διάολο έγινε το προηγούμενο βράδυ? Δεν θυμόταν τίποτα. Έψαξε για το κλειδί του αυτοκινήτου. Πουθενά! Φόρεσε στα γρήγορα ένα σορτσάκι και κατέβηκε να ψάξει για το αμάξι του.
Στην είσοδο της πανσιόν συνάντησε την κόρη της ιδιοκτήτριας.
- Καλημέρα, του είπε, τώρα ξυπνήσατε;
- Ναι, της απάντησε ο Μάνος, αλλα …
- Σίγουρα χρειάζεστε ένα καφέ τότε μετά το χθεσινό μεθύσι, συνέχισε εκείνη
Ο Μάνος την κοίταξε παραξενεμένος. Εκείνη το κατάλαβε.
- Ήμουν ξύπνια και καθόμουν στην πισίνα όταν σας έφερε ο φίλος σας χθες το βράδυ.
- Ο φίλος μου ;
- Ο Βασίλης, μου είπε ότι γνωρίζεστε μέσω κάποιου κοινού γνωστού σας. Αυτός σας έφερε εχθές το βράδυ και σας πήγε μέχρι το δωμάτιο σας. Μου είπε μάλιστα σήμερα να τον πάρετε τηλέφωνο για να σας επιστρέψει το αμάξι σας
Ο Μάνος έβγαλε μια ανάσα ανακούφισης στο άκουσμα αυτής της φράσης.
- Αυτός το έχει το αμάξι μου; Ευτυχώς γιατί μόλις έβγαινα να το ψάξω … ξέρετε δεν θυμάμαι και πολλά από χθες
Εκείνη χαμογέλασε.
- Ναι ξέρω είναι άτιμο πράγμα η ρακή. Σας έφερε μέχρι εδώ με το αυτοκίνητο αλλά μετά δεν είχε τρόπο να γυρίσει στα Χανιά, γι’ αυτό το πήρε
- Φυσικά, καταλαβαίνω, καλά έκανε. Σας άφησε μήπως το νούμερο του τηλεφώνου του;
Η κοπέλα του το έγραψε σε ένα χαρτί.
- Ευχαριστώ πολύ, της είπε ο Μάνος ευγενικά, τώρα για εκείνον το καφέ που λέγαμε …
- Φυσικά θα σας τον ετοιμάσω αμέσως , του απάντησε εκείνη πηγαίνοντας ήδη προς την κουζίνα
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάνος έμπαινε ξανά στο δωμάτιο του κρατώντας ένα ποτήρι δυνατού παγωμένου καφέ. Έστριψε ένα τσιγάρο και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. Σχημάτισε το νούμερο που του είχε δώσει η κοπέλα. Μετά από δυο χτυπήματα άκουσε τη φωνή του Βασίλη από την άλλη άκρη της γραμμής.
- Παρακαλώ;
- Ο Βασίλης;
- Ο ίδιος.
- Έλα, ο Μάνος είμαι.
- Μπα, κατάφερες να ξυπνήσεις;
- Ναι, με δυσκολία βέβαια. Σε ευχαριστώ πολύ για χθες.
- Για ποιο πράγμα;
- Που με έφερες πίσω.
- Σιγά το πράγμα. Ξέρεις ότι έχω το αμάξι σου;
- Ναι μου το είπε η κόρη της ιδιοκτήτριας. Ευτυχώς γιατί έψαχνα να το βρω.
- Καλά εσύ δεν θυμάσαι τίποτα;
- Τίποτα, η τελευταία εικόνα που έχω είναι να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια με την ρακή … μετά από αυτό, το χάος
- Εγώ σε είχα ρωτήσει αν αντέχεις το αλκοόλ και δεν μου απάντησες
- Ναι , και σκέφτηκες να το εξακριβώσεις μόνος σου. Τώρα που τα θυμάμαι σιγά σιγά, εσύ φταις που έγινα έτσι εχθές. Εσύ ήσουνα δίπλα μου και μου γέμιζες συνέχεια το ποτήρι.
- Εσύ θα μας πεις ότι το κάναμε κι επίτηδες για να σε αποπλανήσουμε! είπε ο Βασίλης γελώντας
«Που τέτοια τύχη» σκέφτηκε ο Μάνος αλλά δεν το ξεστόμισε φυσικά.
- Τέλος πάντων, συνέχισε, σε συγχωρώ γιατί μετά ανέλαβες τις εύθηνες σου και με έφερες στο κρεβάτι μου σώο και αβλαβή
- Μέχρι και τα ρούχα σου έβγαλα για να μην σκάσεις από τη ζέστη ψευτοαπολογήθηκε ο Βασίλης.
«Αυτό πάλι, να το ζήσω και να μην το θυμάμαι!!!» σκέφτηκε ξανά ο Μάνος αλλά και πάλι δεν το ξεστόμισε. Την σκέψη του διέκοψε η φωνή του Βασίλη στο ακουστικό.
- Λοιπόν εγώ σε μισή ώρα τελειώνω. Μπορώ να σου φέρω εκεί το αμάξι αλλά μετά θα πρέπει να με γυρίσεις πίσω γιατί έχω μια υποχρέωση
- Μην σε βάζω στον κόπο ρε, να κατέβω εγώ στα Χανιά με κάνα λεωφορείο.
- Όχι, όχι θα στο φέρω εκεί.
- Εντάξει τότε θα σε περιμένω
Σαράνταπέντε λεπτά αργότερα ο Μάνος είδε το αυτοκίνητό του να μπαίνει στο πάρκινγκ της πανσιόν. Από μέσα βγήκε ο Βασίλης και τον χαιρέτησε από μακριά. Αμέσως ο Μάνος κατέβηκε και τον συνάντησε.
Έδωσαν τα χέρια.
- Έχεις χρόνο να σε κεράσω ένα καφέ η πρέπει να γυρίσεις αμέσως πίσω; τον ρώτησε ο Μάνος
- Σε ευχαριστώ, αλλά πρέπει να γυρίσω. Σου είπα έχω μια υποχρέωση.
- Κανένα πρόβλημα
Μπήκαν και οι δύο στο αυτοκίνητο. Ο Μάνος έβαλε μπρος και ξεκίνησαν για τα Χανιά.
- Το βράδυ πάντως δεν το γλιτώνεις το κέρασμα , του είπε ο Μάνος χαμογελώντας
- Ούτε το βράδυ θα μπορέσω, απάντησε ο Βασίλης. Το είπε σαν να απολογείται πράγμα που παραξένεψε τον Μάνο. Οι άλλοι όμως θα σε περιμένουν στο καφέ κανονικά. Μην μείνεις μόνος σου, συνέχισε.
- Αύριο είναι η τελευταία μου μέρα στα Χανιά. Μεθαύριο το πρωί θα φύγω για Ρέθυμνο, είπε ο Μάνος χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Κανόνισε να βρεθούμε αύριο το βράδυ με τα παιδιά για να σας χαιρετήσω.
- Ναι φυσικά θα το κανονίσουμε απάντησε ο Βασίλης αλλά στην φωνή του κρυβόταν μια απογοήτευση που ο Μάνος δεν την πρόσεξε.
Το ίδιο βράδυ έμαθε από τον Κώστα και τον Νίκο ότι η υποχρέωση που είχε ο Βασίλης και δεν ήταν μαζί τους ήταν τα γενέθλια της αρραβωνιαστικιάς του.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Την επόμενη μέρα ο Μάνος είχε κανονίσει να περάσει το φαράγγι της Σαμαριάς. Σηκώθηκε πολύ πρωί ώστε πριν τις 8 να μπαίνει στο φαράγγι. Του είχαν πει ότι ήταν γύρω στις 6-7 ώρες περπάτημα και ήθελε να μη τον πιάσει η ζεστή του μεσημεριού μέσα στο φαράγγι.
Η εμπειρία ήταν πραγματικά μοναδική. Το άγριο φυσικό τοπίο, οι πηγές με τα κρυστάλλινα νερά, τα άγρια κρι-κρί που κρέμονταν από τους απότομους βράχους, η πορεία δίπλα, πάνω και μέσα από το ποτάμι ήταν για τον Μάνο, έναν άνθρωπο της πόλης, πραγματικά πρωτόγνωρη εμπειρία. Όταν έφτασε όμως στην έξοδο του φαραγγιού, στην Αγία Ρουμέλη δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της πορείας του , λόγω της ζέστης έβγαλε το μπλουζάκι του με αποτέλεσμα ο ήλιος να τον κάψει άσχημα τόσο στο σώμα όσο και στο πρόσωπό του. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να τον πονάνε από το περπάτημα μιας και δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες μεγάλες πεζοπορίες. Όταν αργά το απόγευμα έφτασε πίσω στο δωμάτιό του, η κατάσταση ήταν χειρότερη. Τα καψίματα από τον ήλιο είχαν αρχίσει να τσούζουν και τα πόδια του ήταν τελείως μουδιασμένα και πονούσαν πολύ σε κάθε κίνηση.
Με δυσκολία έκανε ένα ντους και άλειψε με κρέμα τα εγκαύματα από τον ήλιο. Ύστερα ξάπλωσε αποκαμωμένος στο κρεβάτι. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει 9 το βράδυ. Τώρα οι άλλοι θα τον περίμεναν να κατέβει στα Χανιά. Αδύνατον. 1ον δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια του και 2ον η φάτσα του ήταν πολύ αστεία έτσι όπως είχε κοκκινίσει. Δεν ήθελε να τον δει ο Βασίλης σε αυτά τα χάλια.
Είχε ψιλογλαρώσει στο κρεβάτι, όταν άκουσε το τηλέφωνο του δωματίου να χτυπάει. Το σήκωσε απορημένος. Ήταν ο Βασίλης.
- Καλά ακόμα εκεί είσαι; Εμείς σε περιμένουμε
- Βασίλη δεν θα μπορέσω να έρθω, απάντησε ο Μάνος και του εξήγησε την κατάσταση
- Τότε δεν φεύγεις αύριο, συμπέρανε ο Βασίλης.
- Δεν γίνεται, το είχα πει στην ιδιοκτήτρια κι έχει κλείσει το δωμάτιο σε άλλους. Πρέπει να φύγω. Άλλωστε αύριο θα είμαι καλύτερα. Πες στα παιδιά ότι τους ευχαριστώ για όλα. Κι εσένα σε ευχαριστώ φυσικά
- Δηλαδή θα μείνεις εκεί σήμερα; Ξαναρώτησε ο Βασίλης
- Αφού σου είπα, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου
- Τότε έρχομαι από κει να σε χαιρετήσω από κοντά είπε ο Βασίλης και πριν προλάβει να απαντήσει ο Μάνος η γραμμή είχε κοπεί.
Όταν αργότερα ο Βασίλης έμπαινε στο δωμάτιο του Μάνου με δυσκολία κατάφερνε να μην γελάσει με το θέαμα.
- Πως τα κατάφερες κι έγινες έτσι; Του είπε σαρκάζοντας
- Το φαράγγι σας φταίει! Απάντησε θυμωμένα ο Μάνος
- Τα ξερό σου το κεφάλι φταίει, πως πήγες έτσι στο φαράγγι, χωρίς προστασία.
- Που να το ξέρω, απολογήθηκε ο Μάνος, σα’ πως έχω ξαναπεράσει φαράγγι;
Ο Βασίλης χαμογέλασε.
- Λοιπόν έχω μια ιδέα! Είπε, μπορείς να περπατήσεις μέχρι το αυτοκίνητο;
- Με δυσκολία, απάντησε ο Μάνος
- Ωραία, τότε προτείνω άραγμα στην παραλία με παγωμένες μπυρίτσες, έτσι για το αποχαιρετιστήριο.
- Δεν ξέρω αν είναι πολύ καλή ιδέα … μουρμούρισε ο Μάνος.
- Δεν ακούω τίποτα επέμεινε ο Βασίλης. Εγώ θα οδηγήσω, εγώ θα σε φέρω πίσω, έλα ρε είναι κρίμα να μείνεις εδώ τελευταίο βράδυ.
Ο Μάνος συμφώνησε απρόθυμα … «δεν λες εύκολα όχι όταν σε παρακαλάει ένας τέτοιος γκόμενος ακόμα κι αν δεν υπάρχουν προοπτικές» σκέφτηκε και σηκώθηκε.
Πήγαν σε μια μικρή παραλία που ήξερε ο Βασίλης κάνα εικοσάλεπτο με το αμάξι. Στην διαδρομή είχαν πάρει μπύρες και μερικά σνακ. Έστρωσαν πρόχειρα δυο πετσέτες θαλάσσης και ξάπλωσαν. Ο Βασίλης άνοιξε μια μπύρα και την πρόσφερε στον Μάνο. Άνοιξε και μια για τον εαυτό του, σήκωσε το κουτάκι ψηλά και είπε γελώντας.
- Πίνω στην υγεία του Αθηναίου που σήμερα ανακάλυψε πως είναι να περιπλανιέσαι στην ύπαιθρο.
- Εγώ πίνω στη υγειά του πιο φιλόξενου κρητικού που έχω γνωρίσει, απάντησε ο Μάνος.
Τσούγκρισαν τα κουτάκια και κατέβασαν μερικές γουλιές. Ο Μάνος γύρισε και κοίταξε προς τον ουρανό. Χάζεψε το φεγγάρι και τις αχτίδες του που έπαιζαν με το μαύρο της θάλασσας. Έμειναν για λίγο αμίλητοι και οι δύο.
- Τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε ο Βασίλης
- Τίποτα σημαντικό, απάντησε ο Μάνος
- Τότε πες μου τι ασήμαντο σκέφτεσαι, επέμεινε ο Βασίλης
- Χαζορομαντισμούς, απάντησε ο Μάνος, θα με κοροϊδέψεις.
- Πάρε το ρίσκο, τον προκάλεσε ο Βασίλης
Ο Μάνος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Να σκέφτομαι ότι οι καλοκαιρινές βραδιές είναι ωραία να τις μοιράζεσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς.
- Αυτό είναι χαζορομαντισμός; Εγώ το βρίσκω απλά αληθινό. Αλλά μάλλον με έχεις περάσει για κανένα αγροίκο.
- Όχι βρε Βασίλη προς θεού, δικαιολογήθηκε ο Μάνος, απλά θεωρώ ότι εσύ τις ζεις ήδη αυτές τις στιγμές μιας και είσαι αρραβωνιασμένος.
- Ενώ εσύ;
- Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που έχω έρθει μόνος μου διακοπές. Σου φαίνεται ότι έχω κάποιον για να μοιραστώ στιγμές;
- Κι εγώ που έχω, μην νομίζεις, τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.
- Τι εννοείς; Δεν την αγαπάς την κοπέλα;
- Φυσικά και την αγαπάω. Είμαστε μαζί από το σχολείο. Σχεδόν 12 χρόνια. Αλλά υπάρχουν κι άλλα …
- Δηλαδή;
- Άστο. Είπε ο Βασίλης και σηκώθηκε όρθιος
Ο Μάνος ένοιωθε ότι αυτή η κουβέντα κάπου οδηγούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει που. Ο Βασίλης έβγαλε τα παπούτσια του και πήγε και κάθισε δίπλα στη θάλασσα. Ο Μάνος τον ακολούθησε – με δυσκολία γιατί τα πόδια του πονούσαν ακόμα – και κάθισε δίπλα του προσφέροντας του μια καινούρια μπύρα.
- Δεν ήθελα να σου χαλάσω την διάθεση, απολογήθηκε ο Μάνος
Ο Βασίλης χαμογέλασε.
- Δεν μου χάλασες εσύ την διάθεση. Το αντίθετο. Εσύ μου φτιάχνεις την διάθεση.
- Ωραία, ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο. Πότε με το καλό ο Γάμος;
- Κανόνισε Αθηναίε, θα σε πλακώσω στις φάπες και θα πονάνε διπλά τώρα που είσαι καμένος
- Καλά, καλά σε πειράζω!
- Εσύ αλήθεια δεν μου είπες, πως και είσαι μόνος σου. Ένα τόσο ωραίο παιδί αποκλείεται να μην βρίσκει γκόμενα.
Ο Μάνος ένοιωσε ότι έμπαιναν στα δύσκολα. Τι να απαντήσει τώρα; Να πει την αλήθεια η να το παίξει στρεϊτ; Δεν ήξερε …
- Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, απάντησε προσπαθώντας να αποφύγει μια πιο ευθεία απάντηση.
- Δεν θα αποφύγεις έτσι την απάντηση, είπε ο Βασίλης που το κατάλαβε, για πες
- Ίσως να μην θέλω να σου πω γιατί μπορεί να σηκωθείς και να φύγεις και να με παρατήσεις εδώ καμένο άνθρωπο.
- Πάρε το ρίσκο. Ξαναείπε ο Βασίλης
Ο Μάνος κοίταξε πάλι προς τον ουρανό … ας το πάρει το ποτάμι σκέφτηκε.
- Ξέρεις Βασίλη, εγώ έχω περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού
- Τι σημαίνει αυτό ; ρώτησε ο Βασίλης
- Εννοώ ότι εγώ δεν πρόκειται να έχω ποτέ αρραβωνιαστικιά.
- Γιατί;
- Γιατί πολύ απλά δεν θέλω.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Καλύτερα.
Έγινε μια μικρή παύση. Ο Βασίλης την διέκοψε.
- Σου είπα ψέματα … καταλαβαίνω τι ήθελες να πεις … δηλαδή το είχα καταλάβει … κι εγώ … δεν … δηλαδή … δεν ήξερα αν ήθελες …
Ο Μάνος τον κοίταξε στα μάτια.
- Θες να πεις ότι …
- Μου αρέσεις, από την πρώτη στιγμή που σε είδα
- Κι εγώ θέλω να σε φιλήσω από την πρώτη στιγμή που σε είδα
Ο Μάνος άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τα μαλλιά
Ο Βασίλης του έπιασε το χέρι. Κι ύστερα φιλήθηκαν τρυφερά. Κι ύστερα φιλήθηκαν πιο άγρια. Κι ύστερα έκαναν έρωτα πάνω στην άμμο. Κι ύστερα γύρισαν στο δωμάτιο του Μάνου. Κι ύστερα ξανάκαναν έρωτα.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~
Το χάραμα τους βρήκε αγκαλιά στην βεράντα του Μάνου. Δεν μιλούσαν. Ο Βασίλης φιλούσε τρυφερά την πλάτη του Μάνου. Εδώ και λίγη ώρα μια σκέψη ταλαιπωρούσε το Μάνο. Αποφάσισε να την μοιραστεί με το Βασίλη
- Ξέρεις σε μερικές ώρες πρέπει να αδειάσω το δωμάτιο.
- Το ξέρω, αποκρίθηκε ο Βασίλης.
- Και μετά θα πρέπει να φύγω για Ρέθυμνο
- Να φύγεις ξαναείπε ο Βασίλης.
Ο Μάνος έσκυψε το κεφάλι για να μην δείξει την απογοήτευσή του. Ο Βασίλης το κατάλαβε. Του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια.
- Δεν μπορώ να σου δώσω υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, το ξέρεις
Ο Μάνος έγνεψε καταφατικά.
- Μπορώ όμως να έρθω κι εγώ για 2-3 μέρες στο Ρέθυμνο. Θα είναι καλύτερα και για μένα να είμαι μακριά από τα Χανιά που με ξέρουν όλοι. Όταν θα φύγω όμως από το Ρέθυμνο τελειώνουν όλα, αυτό πρέπει να το ξέρουμε και οι δύο. Και θα πονέσει. Αλλά θέλω πολύ να περάσω αυτές τις μέρες μαζί σου. Αν όμως για σένα είναι καλύτερα να τελειώσει τώρα θα κάνω αυτό που θέλεις εσύ
Ο Μάνος έσκυψε και τον φίλησε. Ύστερα τον κοίταξε και του είπε
- Μην τολμήσεις και δεν έρθεις γιατί εμείς οι κρητικοί κουβαλούμε και όπλα!
Γέλασαν και οι δύο και φιλήθηκαν για μια ακόμα φορά καθώς ο ήλιος έδιωχνε το σκοτάδι από τον ουρανό των Χανίων.
Τ Ε Λ Ο Σ