Ήρθε σήμερα από το σπίτι του Phoebus, μία πολύ καλή του φίλη, η Ε. κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί. Έστω κατά διάνοια. Και κρυφάκουσα μέρος της συζήτησής τους.
Απ’ όσο κατάλαβα, λοιπόν, η Ε. έχει σχέση ένα χρόνο τώρα με κάποιον Μπ., με τον οποίο δεν είναι ιδιαίτερα ερωτευμένη. Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο, γιατί «περίπου ερωτευμένος» ισούται με το καθόλου ερωτευμένος. Και μάλιστα πρόσφατα χώρισε με τον Μπ., με δική της απόφαση αλλά τα ξαναβρήκαν.
Παρ’ όλο λοιπόν που είναι «περίπου ερωτευμένη» μένει στη σχέση της, η οποία είναι γεμάτη με συχνούς τσακωμούς, κατάφορη αποφυγή του Μπ. από μέρους της Ε.. Όπως η ίδια περιέγραψε, την ενόχλησε ακόμα και το γεγονός ότι ήθελε να την κρατάει αγκαλιά όσο κοιμούνται, λόγω της ζέστης. Ωστόσο παραμένει. Παραμένει στη σχέση της και παραμένει πιστή. Για ποιο λόγο να κάνει κάτι τέτοιο;
Μένεις με έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν είσαι ερωτευμένος, γνωρίζοντας ότι αυτός θα έκανε ό,τι μπορούσε για να σε κάνει ευτυχισμένο και ταυτόχρονα νιώθεις να πνίγεσαι από αυτές του τις προσπάθειες; Μένεις με έναν άνθρωπο, χωρίς να είσαι «καψούρης»; Δεν είναι μια μορφή κοροϊδίας; Δεν είναι κάτι σαν συναισθηματική εκμετάλλευση; Μήπως είναι μια έκφανση του φόβου της μοναχικότητας (όπως την έχει χαρακτηρίσει ο h0m0sapiens);
Παρακολουθώντας τη συζήτηση του Phoebus με την Ε. διαπίστωσα πως καθόλου έτσι δεν είναι τα πράγματα. Η Ε. παραμένει με τον Μπ. γιατί φοβάται. Αλλά δε φοβάται τον εαυτό της. Δε φοβάται μήπως στην άλλη άκρη του τηλεφώνου της σταματήσει να ακούγεται η φράση «μωρό μου». Φοβάται μήπως πληγώσει. Μένει με έναν άνθρωπο που αγαπά, γιατί δεν γνωρίζει πώς να το κάνει πιο εύκολο γι’ αυτόν να αποδεχτεί πως ουσιαστικά τα πράγματα έχουν τελειώσει από καιρό. Γιατί ο Μπ. χτίζει οικογένεια μέσα στο μυαλό του, με πολλά παιδιά, όμορφα σαββατοκύριακα με καρό τραπεζομάντιλα στην εξοχή και τσακωμούς στο αυτοκίνητο για τη φασαρία που κάνουν οι «επιβάτες» στο πίσω κάθισμα. Καταστάσεις που η Ε. δεν μπορεί ούτε να φανταστεί, δεδομένου ότι η ζωή της τώρα αρχίζει, με τη λήψη πτυχίου και τη μετακόμισή της σε άλλη πόλη.
Ακούγοντας τα όλα αυτά, τα αντιπαρέβαλα με την τρομακτικά όμοια ιστορία που ζούσε ο Phoebus μερικούς μήνες πριν. Όταν όσα αυτός και η Αγάπη ονειρεύονταν, τελείωσαν άδοξα. Όταν ένιωθε συντετριμμένος που τα όνειρα του ράγισαν κάτω από το βάρος μιας λέξης. Όταν ένιωσε αδικημένος που δεν είχε μια ακόμα ευκαιρία να προσπαθήσει για όσα πίστευε.
Και τότε συνειδητοποίησα πως ο πραγματικός λόγος που ο Phoebus είχε πέσει σε κατάθλιψη, ήταν γιατί απλά δεν ήξερε πώς να αποδεχτεί αυτό που ενδόμυχα γνώριζε ήδη. Είχαν όλα τελειώσει. Και είχαν τελειώσει πολύ πριν την τελευταία πράξη του έργου. Η κατακλείδα ήταν απλά η ρητή διατύπωση αυτού που ζούσε και διαπίστωνε στην καθημερινότητά του. Αυτό που δεν μπορούσε τότε να καταλάβει, ήταν πως μια ακόμα ευκαιρία θα ήταν απλά το αποτυχημένο sequel σε μια από τις ομορφότερες ταινίες της ζωής του. Όπως κάτι υπέροχες ταινίες του κινηματογράφου, που τις ερωτεύεσαι και τις βλέπεις ξανά και ξανά. Και τότε προβάλλεται το sequel και καταλήγεις να θάψεις βαθιά στο συρτάρι ακόμα και την πρώτη ταινία. Γιατί η γεύση που σου μένει στο τέλος είναι τόσο άσχημη, που προσπαθείς να την εξοστρακίσεις, παραγκωνίζοντας ακόμα και τις όμορφες σκηνές της πρώτης ταινίας.
Θυμήθηκα λοιπόν το τέλος της ταινίας του Phoebus. Που ο κόσμος είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Που υπήρχε μόνο στάχτη, καπνοί και σκοτάδι. Και που μόνοι «επιζόντες» από αυτήν την καταστροφή ήταν ο Phoebus και η Αγάπη. Η ενδογενής δύναμη για ζωή. Για δημιουργία νέων, ομορφότερων κόσμων, στηριγμένων στην ομορφιά όσων είχε ο παλιός κόσμος και απαλλαγμένων από κάθε άσχημο που είχε φυτρώσει σε αυτόν. Η δύναμη να προχωρήσει μπροστά. Και θυμάμαι τόσο έντονα τη σκηνή που η Αγάπη κλείνει στο χέρι της, το χέρι του Phoebus και βαδίζουν προς το σημείο εκείνο του ορίζοντα που προβάλουν «φρέσκιες» ακτίνες φωτός.
Και θυμάμαι και την ερώτηση του Phoebus: «Πώς επέζησες εσύ;»