ξύπνησε, το κεφάλι του πονούσε. ακούμπησε με το χέρι του, ένιωσε κάτι υγρό. το έφερε μπροστά του, αίμα. κοίταξε απέναντι του. ο άντρας που τον είχε απαγάγει και τον χτύπησε με το σπαθί ντυνόταν. τον κοίταξε καλύτερα, δεν ήταν αυτός που θυμόταν. ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, αρκετά μεγαλύτερος.
Γιώργος "ποιος είσαι εσύ?!"
ο άντρας χαμογέλασε, "είπαμε δεν έχει ονόματα".
έβαλε τα παπούτσια του, έφτιαξε το πουκάμισο του.
"τα λεφτά είναι στο κομοδίνο και σου άφησα και κάτι επιπλέον για το κεφάλι"΄.
γύρισε και είδε στο κομοδίνο χρήματα.
ο άντρας άνοιξε την πόρτα και πριν φύγει γύρισε κ είπε "την επόμενη φορά σε θέλω πιο "ζωντανό" κ έκλεισε την πόρτα πίσω του.
τώρα ήταν μόνος στο δωμάτιο, ένα δωμάτιο άθλιο. έριξε μια ματιά γύρω του. βρισκόταν σε ξενοδοχείο. δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. όλα έμοιαζαν άγνωστα, ψεύτικα ή τρομακτικά αληθινά είδε την τσάντα του, έτρεξε και την άνοιξε. είχε ρούχα μέσα. έψαξε καλύτερα και βρήκε ένα κουτί με χάπια και ένα μια ατζέντα άνοιξε την ατζέντα και πήγε εκεί που είχε τον σελιδοδείκτη. είχε σημειωμένο ραντεβού με ένα άγνωστο "χ" και από κάτω διεύθυνση του ξενοδοχείου. γύρισε και στις προηγούμενες μέρες, είχε σημειωμένα ραντεβού και σε άλλα ξενοδοχεία. Άρης, Αλέξανδρος και Χ, μόνο αυτά τα ονόματα υπήρχαν. τι έκανε?! τι ήταν?! το κεφάλι του πονούσε πολύ. μύρισε το σώμα του, δεν ήταν η δικιά του μυρωδιά. ένιωσε βρώμικος και δεν ήταν από το αίμα, αυτό ήταν το μόνο δικό του.
αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο και μπήκε στην ντουζιέρα.
το ρύθμισε να βγάζει καυτό νερό και το άφησε να τρέξει πάνω του. ήθελε να διώξει τα πάντα, να τον εξαγνίσει. πήρε το σαπούνι και άρχισε να τρίβεται, δεν ήταν όμως αρκετό. έτριβε με μανία και πάλι όμως δεν ήταν αρκετό. πέταξε το σαπούνι και με τα χέρια του, με τα νύχια του προσπαθούσε να βγάλει το ίδιο του το δέρμα. σιχαινόταν τον εαυτό του. πονούσε, έτσι έπρεπε όμως να γίνει. το νερό έπαιρνε το αίμα από πάνω του, από τις πληγές που δημιουργούσε στον εαυτό του και πάλι όμως δεν ήταν αρκετό. άρχισε να κλαίει, ενώ έγδερνε τον εαυτό του. δεν μπορούσε να σταματήσει, έπρεπε να διώξει ότι βρώμικο είχε πάνω του και για να το καταφέρει χρειαζόταν να πονέσει, να τιμωρηθεί. πως το έκανε αυτό? γιατί το έκανε αυτό? άλλη Ζωή θυμόταν πως είχε. ήταν κομμάτι προφητειών, άνθρωπος ξεχωριστός, με ένα σκοπό στη ζωή του και όχι, όχι αυτό!
τότε θυμήθηκε... βγήκε από το ντουζ και έτρεξε πάλι στην τσάντα του. την άδειασε και έβγαλε τον πάτο. εκεί είχε κρυμμένο ένα βιβλίο. το άνοιξε, αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα. ξεκινούσε με την γνωριμία του με τον Άρη, όταν πρωτοανακάλυψε τις δυνάμεις του. αυτά που έγραφε ήταν όμως διαφορετικά. δεν μπορούσε να το πιστέψει. συνέχισε να διαβάζει και παρατήρησε ότι στην πορεία αυτά που έγραφε έμοιαζαν πιο πολύ σε αυτά που θυμόταν. επίσης πρόσεξε ότι έγραφε ότι πλέον δεν έπαιρνε τα χάπια του. ήταν πιο εύκολο έτσι, έγραφε.
όλα όσα έζησε ήταν ψεύτικα. το μυαλό του τον προστάτευε από την πραγματικότητα. όπως κρατούσε το ημερολόγιο δύο φάκελοι έπεσαν. πήρε τον ένα και τον άνοιξε. μέσα είχε ταυτότητα και διάφορα άλλα προσωπικά έγγραφα του Άρη και ένα χαρτάκι με σημειωμένη μια τοποθεσία. άνοιξε και τον άλλο φάκελο. σε αυτόν υπήρχαν έγγραφα του Αλέξανδρου και ένα χαρτάκι με μια άλλη τοποθεσία γραμμένη πάνω του. και οι δυο τοποθεσίες ήταν ερημικές.
γρήγορα έπιασε την ατζέντα του, την ξεφύλλισε. ξεκινούσε με ραντεβού με τον Άρη. το τελευταίο ραντεβού ήταν κοντά στην τοποθεσία που στο χαρτάκι μέσα στον φάκελο του είχε σημειώσει. δίπλα στο τελευταίο ραντεβού είχε ζωγραφίσει ένα σταυρό.
μετά τον Άρη, τα ραντεβού ήταν με τον Αλέξανδρο μόνο. και πάλι το τελευταίο ραντεβού ήταν κοντά στη τοποθεσία που το χαρτάκι στο φάκελο του είχε και ένα σταυρό ζωγραφισμένο δίπλα σε αυτό το τελευταίο ραντεβού. μετά ήταν μόνο ο Χ. κοίταξε τις επόμενες μέρες της ατζέντας σε τρεις μέρες είχε μαζί του ραντεβού και δίπλα στα στοιχεία του ραντεβού υπήρχε ένας σταυρός.
το τελευταίο τους ραντεβού, σκέφτηκε.
"τους σκοτώνω..." και κοίταξε τα χαρτάκια από τους φακέλους "και τους θάβω εκεί!!!". όλα στο μυαλό του άρχισαν να ξεκαθαρίζουν. εικόνες από εκείνα τα ραντεβού τον κατέκλυζαν όντως τους σκότωνε. τα πέταξε όλα μακριά του και σηκώθηκε όρθιος.
"τους σκότωσα", δεν μπορούσε να το πιστέψει, "και θα σκοτώσω και σχεδίαζα να σκοτώσω και αυτόν".
άρχισε να πανικοβάλλεται, το κεφάλι του γύριζε.
"το άξιζαν", ακούστηκε μια φωνή μέσα του.
"κανείς δεν το αξίζει"
"το άξιζαν" η φωνή μέσα του είπε πάλι, "κάθε φορά που σε άγγιζαν, σε σκότωναν λίγο μέσα σου"
"δεν είναι το ίδιο"
"φυσικά και δεν είναι, εσύ είσαι πιο αποτελεσματικός!!!"
"δεν θέλω, δεν μπορώ"
"θέλεις και μπορείς, ήδη το έκανες δυο φορές"
"γιατί?!"
"ήθελες κάτι να σου δώσει έμπνευση, έντονες εμπειρίες... σκοτεινές και διεστραμμένες από αυτά αντλείς για να γράφεις, σε αυτά βασίζεσαι για να δημιουργήσεις. εξάλλου ξέρεις πολύ καλά ότι μόνο όταν είσαι δυστυχισμένος δημιουργείς και με αυτά μπορείς να μεγαλουργήσεις"
"όχι, αποκλείεται"
"νιώθεις ζωντανός. μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, χωρίς κανένας να σε αγγίξει, είσαι πανίσχυρος. σου αρέσει αυτό, το ξέρεις ότι σου αρέσει. το απολαμβάνεις, είναι το μυστικό σου, κάτι εντελώς δικό σου, κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει και αν προσπαθήσει... ξέρεις ότι μπορείς να προστατέψεις τον εαυτό σου. δεν είσαι πλέον αδύναμος!!!".
έκλεισε για λίγο τα μάτια του, να ηρεμήσει. όταν τα άνοιξε όλα ήταν αλλιώς, ο ίδιος ήταν αλλιώς. μάζεψε τα πράγματα του, ντύθηκε.
"πρέπει να ετοιμαστώ, έχω ραντεβού σε λίγες μέρες"