ODYSSEY



ΡΑΨΩΔΙΑ Α!

Για το σεμνό τον άνδρα, Γιώργο πες τα μας, που μόλις
της Ελλάδας πήρε το διεφθαρμένο κάστρο, ανεμοδάρθη,
κι ανθρώπων άκουσε πολλών τις χριστοπαναγίες
κι έπαθε πλήθος συμφορές στου κόματος τα βάθη,

ζητώντας στην πατρίδα τους, άβλαβους να ψηφίσουν
τους βουλευτές, μα ούτε κι αυτό μπόρεσε,κι ας είχε πάθος,
γιατί είχαν κρίματα πολλά, έχοντας αφανίσει
της Αττικής τα πράσινα τα δάση, που ήταν λάθος,

κι αυτή της επανεκλογής, σωστά, τους στέρεψε τη μέρα.
Γιε της Μάργκαρετ, πες τα μου, στο νου σου όπως τά χεις.
Φύγαν στο σπίτι όσοι τους του Σκάνδαλου τη μαχαίρα
απέφυγαν, στα βατοπεδινά και στον αχό της Siemens

και μόνο αυτόν που έκαψε χλωρίδα και πανίδα
ζητώντας τον για θύμα της, στα γκάλοπ είχε ρίξει
και τον κρατούσε, η Ντόροθι, κόρη γκαντεμοφρύδα ,
ωσότου είπαν οι βουλευτές, ο πόνος του να λήξει,

και στη νουδού που έφτασε, ο άντρας, μες στο κόμμα
τα πάθια του δεν τέλεψαν κι εκράτει ο αγώνας
με τους δικούς του, μα οι βουλευτές, τον λυπηθήκαν όλοι
εκτός ενός, που χόλωσε, κι ήταν ο Mητσοτάκης

Αυτός αρνιέται, ο ταπεινός Κωστάκης, να γυρίσει.
Βρισκότανε στους Κρητικούς, της γκαντεμιάς ο ρέκτης
που χωριστά ψηφίζουνε κι αυτοί, είναι οι μισοί στη δεξιά,
οι άλλοι στην αριστερά, κι ήταν εκεί σαν δέκτης

θυσίας, δέκα βουλευτών, φορώντας τον μανδύα
του αποστάτη, και γλένταγε. Μα των βουλευτών τ ασκέρι
στις κάμαρες συνάχτηκε του θείου Αχιλλέα,
θείου υπουργών και βουλευτών, κι ακούν να μεταφέρει

σκέψεις που κάνει. Κι αρχινά, ενώ στον νου του πλέει
ο Γέροντας, που χάθηκε απ’ την αποστασία
του Κώστα άνδρα κρητικού, κι αρχίζει να τους λέει:
«Αχ των μικρομεσαίων τη γενιά, βουλευτές, ο καθένας, δες τη,

πόσο άδικα μας κρίνουνε για τα δικά τους λάθη,
λέγοντας για ευθύνες μας, στο άστοχό τους βήμα
ενώ είναι αυτοί υπεύθυνοι για τα δικά τους πάθη,
κι όσα τους φέρνει η μοίρα τους. Να! Του θείου του το κρίμα

που έδιωξε το βασιλιά, κι ο αποστάτης
τον ανιψιό του έριξε, εκδίκηση να πάρει
κι ας ήξερε απ’ τον Γέροντα, πως θα ’ναι μέγα δράμα,
να μην το κάμει, ειδ’ αλλιώς θα πάρει άγρια βάρη.

Να μην τον ρίξει του είπαμε, ο γδικιωμός φυλάει
απ’ του Γιωργάκη το σπαθί, μεγάλος αν γυρίσει,
του το ’πε ο Λούληςς, μα ο Κωστής, ούτε τον αγροικάει
δεν άκουσε, και έφτασε στου τέλους του την δύση»

Τότε η φωνή της Πετραλιάς, μελίρρυτη ακούστει:
«Κύρη μας, πρώτε βουλευτή, γόνε τρανέ στα Σέρρας,
εκείνου αυτά του πρέπανε, και τον χαμό του λούστει,
κι όμοια όποιος πράξει, ας χαθεί στο πλήρωμα του χρόνου

εγώ όμως πνίγομαι πολύ, για του Κωστή το δάκρυ
που τυραννιέται μακριά, και ο καημός τον πλήττει
σε μέρος σκανδαλόζωστο στου έδρανου την άκρη
σε κόμα διαπλεκόμενο, που έχει ψυγεία siemens,

η κόρη τ άτιμου γκαντέμη, που στου υπουργείου τους δρόμους
έγγραφα χάνει, που στα δυό λαος-νδ χωρίζουν,
στέκεται ολομόναχος και του βαστά στους ώμους,
ετούτου η κόρη τον κρατά με λόγια που ζαλίζουν,

με λόγια ακριβοθώρητα θέλει να τον πλανέψει
η ακριβή εξουσία του απ’ το μυαλό να σβήσει
μα εκείνος λέει απ’ τη βουλή ,τίμιο ν’ αγναντέψει
κι άλλη offsore μην ξαναδει, κι ύστερα ας ξεψυχήσει.