ODYSSEY (PART 2)


Πως η καρδιά σου θείε του αυτό το αντέχει ακόμα;
μη, μίζες σε λογαριασμούς, στο δεξιό το κόμμα
ο ανιψιός δεν έβαλε κι αυτό πληρώνει ακόμα;
Θείε του, τι σε πλάνεψε κι η πίκρα σου ανάβει;»

Κι θείος αποκρίθηκε ο μετοχοσυλλέχτης:
«Κόρη μου απ’ το στόμα σου χολή έβγαλες τόση,
πως το σεμνό, τον ξέχασα, Κωστάκη, και το δέχτης,
τι ο πρώτος είναι στο φαί και γκάφα όση όση

και έχει και τους βουλευτές, σκάνδαλα πλημμυρίσει.
Ο Μητσοτάκης μοναχά, τυφλό έχει ένα μένος
γι αυτόνε, που του γιόκα του το μάτι έχει γυρίσει
του γιού του Κυριάκου βουλευτή, πρώτον σ’αυτό το γένος.

Η Μαρίκα τον εγέννησε, πλούσια θυγατέρα
του Γιαννούκου που ’ναι άξιος, άρχοντας πελαγίσος,
και στην κομαντατούρ την έσμιξε ο Κωσταντής μια μέρα,
ε! από τότε ο αειθαλής τον κυνηγά με μίσος

στις εκλογές τον Κώστα τον τραβά, χωρίς να τον τελειώνει.
Αλλά οι δεξιοί όλοι μαζί ας βρούμε κάποια λύση,
ο Μητσοτάκης κάποτε θα πάψει να θυμώνει
πώς να τα βάλει με όλους μας και πώς να μας νικήσει

κι ούτε θα θέλει απέναντι όλους μας να μας έχει.
Τότε η Πετραλιά η υπουργόλουστη με λόγια αλλάζει ρότα:
«Καραμανλή, του Κώστα θειέ, έτσι αν πάλι έχει
και στους νηφάλιους βουλευτές αυτό αρέσει πρώτα,

ο σεμνοταπεινός Κωστής στο κόμμα να γυρίσει,
το Βύρων με τη μηχανή ας στείλουμε, που ξέρει
της Θεοδώρας την οδό, πετώντας να μιλήσει,
την γνώμη μας στην υπουργό ευθής να μεταφέρει:

Πως ο Κωστάκης με βουλή τρελών, θα επιστρέψει.
Φεύγω ,για της Ρηγίλλης την οδό, στα κεντρικά γραφεία,
να τους γκαρδιώσω ,να τους πω το κόμμα τους θα στρέψει
στους άχρηστους τους δεξιούς, να μαζευτούνε όλοι

μην και τα σκάνδαλα χαθούν, πριν ανοιχτούν οι κάλπες,
που ΔΕΚΟ και αποθεματικά, τα έχουν αφανίσει,
στης Αττικής νά ’βγει τα εξοχικά κι αργότερα στις βίλες
και στου Μαγγίνα το γιαπι, Ινδούς θε να ρωτήσει

το όνομά του αθάνατο στον κόσμο πια να μείνει».
Αυτά είπε και τα prada της θα σκύψει για να δέσει
που χρυσοποίκιλτα την παν, στων υπουργών τις σκάλες,
στις άκριες κάθε σουαρέ, σ όποιου θεάτρου θέση,

και τη luiss vuitton άρπαξε, που και στις δεξιώσεις
με το λουρί το επίχρυσο , βαρειά άμα τη σέρνει
σπέρνει μεγάλο πανικό στους κλέφτες, κι εντυπώσεις,
η κόρη –μες στη ΓΣΕΕ- κάθε φορά τη φέρνει.

Ροβόλησε από του θειού τα ύψη και τα φώτα
και στη Ρηγίλλης στάθηκε, στου Κωσταντή τα μέρη
στο πρώτο της νουδού σκαλί, ολόρθη μπρος στην πόρτα
κραδαίνοντας επίχρυση luiss vuitton στο χέρι

ίδια και απαράλλαχτη ,του Έβερτ του λεβέντη,
κι αντίκρυσε κλητήρες, τα dvd να βάζουν στα συρτάρια,
στα χέρια ομόλογα βαστούν, στο ξέφρενό τους γλέντι
εμβόλια να κουβαλούν του κόμματος θρεφτάρια

που είχαν κλέψει μόνοι τους, κι οι κράχτες κι οι βοηθοί τους
μισοί, το βασικό το μέτοχο κερνούσαν καπουτσίνο
κι οι άλλοι μισοί, στις τράπεζες ξεπλέναν το πουγγί τους,
τη δε τη μυριοκάψαλη Πάρνηθα, έγραφαν στο Καζίνο.

Πρώτος ο δικαστής Ζορμπάς απ τη γωνιά τη βλέπει
σκεφτόμενος, με την καρδιά, βαριά-βαριά και μαύρη,
μες στο μυαλό του ο άχρηστος , που να ’ναι, και αν πρέπει
να πάει να ξεκουμπιστεί, χαρά ο τόπος νάβρει

και την υπόθεση ξανά, στα χέρια του να έχει.
Αυτές οι σκέψεις μες στο νου φέρνανε γύρω τώρα
καθώς την Πετραλιά κοιτά και προς την πόρτα τρέχει
γιατί του έρχεται βαρύ να στέκει ξένος ώρα.