Ο ηλικιωμένος άνδρας ήταν δεμένος στον κορμό γερά. Γύρω του ξερά χόρτα και ξύλα. Ήταν κουρασμένος, βασανισμένος, αίμα έτρεχε από το πληγωμένο σώμα του. Αυτό όμως δεν τον πτοούσε, το βλέμμα του μαρτυρούσε τη δύναμη που έκρυβε μέσα του.
Τρεις άντρες στέκονταν μπροστά του. Από τα ρούχα καταλάβαινες ότι ήταν στρατιώτες.
Ο πιο ψηλός και γεροδεμένος, μάλλον ο αρχηγός τους, με ένα νεύμα του έδιωξε τους άλλους δύο και με το που απομακρύνθηκαν πλησίασε τον γέρο.
“θα μου πεις αυτό που θέλω”.
Ο γέρος τον κοίταξε και απλά χαμογέλασε.
“δεν ήταν παράκληση, ήταν διαταγή”
“μάλλον ξεχνάς σε ποιόν μιλάς”
“μάλλον ξεχνάς τη θέση στην οποία βρίσκεσαι”
“πρέπει να το διασκεδάζεις”
ο στρατιώτης πλησίασε το πρόσωπο του στο πρόσωπο του γέρου
“δεν μπορείς να φανταστείς” και ένα βρώμικο χαμόγελο έντυσε τα χείλη του.
“απόλαυσε το για όσο κρατήσει τότε”
“εγώ αποφασίζω το πόσο θα κρατήσει”
“μην ξεχνάς ότι αυτή η αίσθηση εξουσίας είναι προσωρινή”
“Δεν νομίζω. Όταν γυρίσω με το κεφάλι σου, το κεφάλι του προδότη της πόλης μας, θα ανταμειφτώ με μια νέα θέση, νέα προνόμια, δύναμη”
“όχι όμως την δύναμη που πραγματικά θέλεις”
ο στρατιώτης κοίταξε γύρω του για να δει αν ήταν ακόμη μόνοι τους.
“θα τα βρω, μην σε ανησυχεί”
“είναι αξιοθαύμαστο, με κατηγόρησες για όργανο των δαιμόνων, κυνηγήθηκα γι' αυτό μόνο και μόνο για να πάρεις αυτό που εγώ είχα για τον εαυτό σου”
“σκοπός μου είναι να τα καταστρέψω”
“ίσως αυτό πείθει του άλλους, εγώ όμως ξέρω τις επιθυμίες τις καρδιά σου. Ακόμα και τώρα νιώθω τον πόθο σου για τα στοιχεία. Σε τρώει μέσα σου, κάθε μέρα και από λίγο. Σε βασανίζει, σε τρελαίνει.... και το χαίρομαι ξέροντας πως δεν θα τα βρεις”
αυτό τον εξόργισε και χτύπησε τον γέρο με την ανάποδη του χεριού του.
“θα τα βρω με ή και χωρίς την βοήθεια σου”
“η ελπίδα σου αυτή είναι αναζωογονητική, τολμώ να πω. Πόσο θα 'θέλα να είμαι εκεί για να τη δω να σβήνει σιγά σιγά”
“κρίμα που δεν θα μπορέσεις”
“ποτέ δεν ξέρεις”
“όχι, αυτό το ξέρω σίγουρα” και τράβηξε το σπαθί του από τη θηκάρι
“ακόμη και να τα βρεις δεν θα μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις, είσαι ένας απλός στρατιώτης, ένα ασήμαντο όργανο”
το μάτι του θόλωσε και κάρφωσε το σπαθί στη κοιλιά του γέρου, ο οποίος προσπάθησε να μαζευτεί από τον πόνο, “κοίτα τι σου έκανε το ασήμαντο όργανο” και δάγκωσε το κάτω χείλος του από ικανοποίηση.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον στρατιώτη στα μάτια για μια ακόμη φόρα και μάλλον και για τελευταία.
“ΕΙΣΑΙ ασήμαντος, να μην το ξεχάσεις ποτέ. Δεν χρειάζεται ανησυχείς όμως, εγώ θα φροντίσω για αυτό”.
Ολόκληρο το σώμα του στρατιώτη ανατρίχιασε, πανικός ακολούθησε.
“θα ζήσεις για να κυνηγήσεις αυτό που ποθείς, να διεκδικήσεις ότι πιστεύεις πως σου αξίζει,
θα ζήσεις για να μάθεις, να διδαχθείς μέσα από τον πόνο, την απώλεια, την μοναξιά
και όταν πίσω κοιτάξεις και αμφισβητήσεις, όταν δεις χρώμα στον γκρίζο κόσμο σου και μια δεύτερη ευκαιρία η απαλλαγμένη από τα δεσμά καρδιά σου ζητήσει... τότε το θείο δώρο του θανάτου θα σου δοθεί”.
Τα λόγια του γέρου σαν καυτές λεπίδες έκοψαν τον στρατιώτη και σημάδια ανεξίτηλα άφησαν, σημάδια που μόνο ο ίδιος μπορούσε να δει ή ακόμη χειρότερα, να νιώσει.
“ΑΡΚΕΤΑ”, τράβηξε το σπαθί από τον γέρο και με μια επιδέξια κίνηση τον αποκεφάλισε.