Της χαμένης κόρης


Μαρίκα με τον Κυριακο γιο και με τη μια σου κόρη,
τη Ντόρα την κακάσχημη την ξενοσπουδαγμένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος (πράσινος) δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό διέπλεκε τα μαλλιά της.
Βουλευταράδες ήρθανε από τη Δραπετσώνα,
να πάρουνε την Ντόραμπακ για αρχηγό στο κόμμα.
Η μάνα της δεν ήθελε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μαρίκα μου, κι ας τη δώσομε τη Ντόρα μας στο κόμμα,
στο κόμμα κει που περπατώ, στο κόμμα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην εξουσία, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι αν έρθουν Κώστα εκλογές, κι α μόρτει αποστασία
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω την SIEMENS μου κριτή και τους δεξιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει σαμαράς, αν τύχει κι έρτει αποστασία,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
~
Και σαν την ξαποστείλανε την Ντόρα τους στο κόμμα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το σαμαρικό, κι οι βουλευτες την κάναν,
βρέθηκε η Μαρίκα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Στα εκλογικά τμήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το πλευρό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την ξαπόστειλες τη Ντόρα μας στο κόμμα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τη siemens έβαλες κριτή και τους δεξιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι ερθει ο Σαμαράς, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η βίλα αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο BMW και τ' άστρο τέρμα γκάζι,
και το hands free συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
~
Παίρνει τα όρη πίσω του και τη Ρηγίλλης μπρος του.
Βρίσκει την και δηλωσεις έκανε όξου στο μπαλκονάκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, κόρη μου, να φύγομε, στη μάνα σου να πάμε.
- Αλίμονο, πατέρα μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως και δε βγήκε ο Σαμαράς, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν ο Ψωμιάδης πέθανε, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Ντόραμπακ, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντοζυγώνει την BMW και πίσω την καθίζει.
~
Στη στράτα που διαβαίνανε κανάλια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν το Star, μήτε και σαν τον Τράγκα,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν περίεργη ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην υποψήφια να σέρνει ο γκαντέμης!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα κανάλια;
- Κανάλια είναι κι ας κιλαηδούν, κανάλια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα κανάλια λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν γκαντέμηδες μαζί με ηττημένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν γκαντέμηδες μαζί με ηττημένους.
- Νοέμβρης είναι και λαλούν , στο κεντρικό δελτίο.
- Φοβούμαι πατερούλη μου, και γκαντεμιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα μες στο Λουτράκι,
κι έχασε αυτή η μάνα σου, δυο σπίτια στη ρουλέτα».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα κανάλια λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια χαμένη λυγερή να σέρνει ο αποστάτης!»
Τ' άκουσε πάλι η Ντόραμπακ κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, πατερούλη μου, τι λένε τα κανάλια;
- Άφησε Ντόρα κόρη μου κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι οι φίλοι σου, πού είν' οι μηχανισμοί σου,
και οι δολοπλοκίες σου και το δαχτυλιδάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα κι ο δόλος μου έχει πέσει».
~
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στο σπίτι τους πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αμάξι του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει το MEGA και βροντά, το ALTER και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Ντόραμπακ στο σπίτι της μοναχή.
Βλέπει τους οπαδούς χλωμούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει τον Σπηλιωτόπουλο ξερό, το Γιακουμάτο μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της σαμάρια αφημένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Παλιοσαμαράς, άλλα παιδιά υποψήφια δεν έχω,
κι η δόλια η Ντορουλα μου λείπει μακριά στα κόμμα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η θοδώρα».
~
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν και κλάφτηκαν κι οι δύο...
~