αφύπνιση 2





Άννα «είσαι καλά? Θέλεις να κοιμηθείς σε εμένα?»

«μπαααα, θα περπατήσω. Ο κρύος αέρας θα με ξυπνήσει»

Άννα «σίγουρα?!»

«ναι, ρε… βαριέμαι να τρέχω πρωί πρωί στο σπίτι μου. Προτιμώ να ξυπνήσω εκεί»

Άννα «καλά, να προσέχεις»

«μην ανησυχείς, δεν έχω πιει τοοοοόσο πολύ»

Άννα «δεν είναι μόνο αυτό»

«δεν υπάρχει λόγος, δεν ανήκω πια εκεί… κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί μου»

Άννα «άκουσε με…»

«όχι!!! Ο κρύσταλλος καταστράφηκε, οι δυνάμεις μου χάθηκαν, επομένως δεν αποτελώ κίνδυνο για κάποιον!!! Είμαι ελεύθερος, δε θα χρειαστεί να ασχοληθώ ξανά με όλα αυτά… είμαι ελεύθερος…»

Άννα «εγώ πάντως θα είμαι εκεί για σένα, ότι και να χρειαστείς»

«το ξέρω» την αγκάλιασε και άρχισε να κατεβαίνει προς τη καμάρα.

ήταν ελεύθερος?! δεν ήξερε, δε μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθε. ήθελε να πιστεύει ότι ένιωθε ελεύθερος επειδή το να μη νιώθει τίποτα τον τρόμαζε!!! άδειος, κενός...μια παράξενη ηρεμία τον είχε κυριεύσει, μια ηρεμία ιδιαίτερη, σαν κάτι να περιμένεις... πέρασε την Εγνατία και μετά άρχισε να τη ακολουθεί.

ίσως κάτι να ξέχασε, τι όμως?!

και η Άννα ανησυχούσε, αυτή όμως πάντα ανησυχεί. ειδικά από τότε στη Σύρο!

εκεί στη Σύρο καταστράφηκε ο κρύσταλλος και μαζί του ένα κομμάτι του χάθηκε.

το μαχαίρι των στοιχείων τον έσωσε και έσωσε και τη Άννα. το μαχαίρι των στοιχείων που τώρα η Άννα έχει αναλάβει να κρύψει και να προστατέψει.

ο Άκης, ο Νίκος και η Αγγελική ήξεραν... η μαγεία δεν είναι πλέον κάτι που αγνοούν.

το καλοκαίρι είχε περάσει αρκετά ήρεμα, βασικά είχε περάσει απλά κ τώρα ο καιρός άρχισε να κρυώνει.





ηρεμία, γαλήνη... να είναι χαρούμενος, να μπορεί να κοιμηθεί αμέσως, χωρίς κάτι να τον προβληματίζει και το πρωί να ξυπνήσει ξεκούραστος, τις ώρες που υποτίθεται κοιμάται να "σβήνει", να μη λειτουργεί. να τελειώνει η μία μέρα και η άλλη να ξεκινά και να μη μοιάζουν όλες σα μια τεράστια ημέρα χωρίς τέλος. αυτό ήθελε, η μεγαλύτερη του επιθυμία! πόσο καιρό είχε να χαμογελάσει... δεν ήταν χαρούμενος, δεν ήταν δυστυχισμένος. τι ήταν?! δεν ένιωθε... δεν τον άγγιζε τίποτα. δεν είχε κάτι να ελπίζει, δεν είχε κάτι για να ανησυχεί, να φοβάται! τελικά ίσως ήταν ελεύθερος, η ελευθερία όμως αυτή δεν ήταν ότι καλύτερο. μακριά απ 'όλα. μόνος. δεν ήθελε όμως να είναι μόνος και πάλι όμως δεν ήταν σίγουρος. εκείνη τι στιγμή ήταν τόσο μπερδεμένος. τι ήθελε?! δεν ήξερε τι ήθελε! τότε του ήρθε κάτι στο μυαλό... τώρα ήθελε ένα τέλος, να σταματήσει να υπάρχει. τα πάντα γύρω του να ξεθωριάζουν, να σβήσουν, να χαθούν και μαζί τους να πάει!



αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις του...!!!





κρύωσε. τράβηξε το σεντόνι και τυλίχθηκε καλύτερα. έμεινε για λίγο εκεί ακίνητος.

τεντώθηκε και άνοιξε τα μάτια του. δεν έβλεπε καλά, τα έτριψε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. είχε καιρό να κοιμηθεί έτσι. κοίταξε καλύτερα γύρω του. δεν ήταν σπίτι του. δεν αναγνώριζε το μέρος. είχε κοιμηθεί σε ένα τεράστιο κρεβάτι από σκούρο ξύλο. ήταν αρκετά ψηλό και είχε πολλά μαξιλάρια πάνω. το δωμάτιο ήταν αρκετά μεγάλο. η διακόσμηση του λιτή. μια βιβλιοθήκη, ένα τραπέζι με καρέκλες και ένας καθρέφτης στον τοίχο.

"πως βρέθηκα εδώ?! ίσως έπρεπε να κοιμηθώ στην άλλη"

δε τον προβλημάτισε περισσότερο.

"μπορεί να καταλήξω και νεκρός", δε του φαινόταν και τόσο κακή ιδέα.

χάζευε λίγο τη βιβλιοθήκη, δε πρόσεχε όμως. κοιτούσε, αλλά δεν έβλεπε. δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο δωμάτιο. πήγε στον καθρέφτη

δεν ήταν ακριβώς καθρέφτης, ήταν ένα κομμάτι καθρέφτη καρφωμένο στο τοίχο. τότε πρόσεξε ότι αυτός ο τοίχος, όπως και οι υπόλοιποι ήταν παράξενοι. τον άγγιξε, ήταν τραχύς και δε μπορούσε να προσδιορίσει από τι ήταν φτιαγμένος. όλα εκεί μέσα ήταν τόσο περίεργα, αλλά και τόσο αδιάφορα. όλα εκτός από τον καθρέφτη

είχε κάτι το ξεχωριστό.

τον άγγιξε... ήταν ζεστός. άρχισε να τον χαϊδεύει, η αίσθηση ήταν υπέροχη. πως ο ήλιος ξεπροβάλει από τα σύννεφα και οι ακτίνες του σε ζεσταίνουν, έτσι ένιωθε. μέσα στη μουντάδα του καιρού μια ελπίδα! η αίσθηση εξαιρετική, μεθυστική. ήθελε και άλλο, περισσότερο. ακούμπησε και το άλλο του χέρι πάνω στο καθρέφτη κάτι μέσα του αντιδρούσε. ένα γλυκό μούδιασμα απλώθηκε σε όλο του το σώμα.

ένα εμπόδιο υπήρχε, κάτι τον κρατούσε πίσω. ένιωθε όμως τόσο ωραία. φοβόταν, αλλά όχι. είχε καιρό να νιώσει τόσο ωραία, δε θα το έχανε. συνέχισε να φοβάται, αφέθηκε όμως, παραδόθηκε. ξεχείλιζε από συναισθήματα, συναισθήματα πού τόσο καιρό φύλαγε καλά κρυμμένα. ένιωθε και πάλι. γινόταν όλο και πιο δυνατό, είχε κυριευτεί. η ανάσα του να τρέχει. έκλεισε τα μάτια , εικόνες στο μυαλό του γυρνούσαν. κομμάτια από εικόνες που σιγά σιγά έμπαιναν σε τάξη. ήχοι, μυρωδιές, οργασμός αισθήσεων που όλο και δυνάμωνε. ενέργεια, δύναμη... ήταν όλο τόσο έντονα.. ώσπου η κορύφωση έφτασε, έφτασε η στιγμή που όμοια της δεν υπάρχει...

και τότε ένα κύμα κρύου τον τύλιξε, ότι πιο άσχημο είχε νιώσει... φρίκη, πόνος, μίσος... δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο του. τραβήχτηκε μακριά από το καθρέφτη είδε απαίσια πράγματα να συμβαίνουν...





Κώστας "μπορείς να τα αποτρέψεις όλα αυτά"

γύρισε απότομα προς το μέρος του "εσύ?!"

Κώστας "εγώ!"

"πως είναι δυνατόν... είσαι νεκρός"

Κώστας "το ξέρω, εσύ με σκότωσες"

"και τι κάνεις εδώ?!"

Κώστας "δε θα παίξω μαζί σου... κάποιος παίζει με πράγματα που δε θα έπρεπε"

"κ εγώ τι θέλεις να κάνω?! δεν έχω..."

Κώστας "δεν έχεις το κρύσταλλο?! δεν έχει σημασία, δες τον σαν ένα καταλύτη. η μαγεία σου υπάρχει, πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει, ακόμα και όταν την καταπιέζεις. πως αλλιώς είχες αυτά τα οράματα?! η μαγεία του καθρέφτη κάλεσε τη μαγεία σου, σε ξύπνησε από το λήθαργο που επέβαλες στον εαυτό σου"

"εσύ με έφερες εδώ?!"

Κώστας "μέσω του καθρέφτη επικοινωνώ με άτομα που θέλουν να βοηθήσουν, αυτά σε έφεραν"

"μα εγώ δε σε βλέπω μέσω του καθρέφτη"

Κώστας "γιαυτό ήθελα εσένα να βοηθήσεις. ο καθρέφτης είναι αρχαίος, μοναδικός και η δύναμη του σεβαστή, αλλά η δικιά σου μαγεία είναι ξεχωριστή, εσύ μπορείς να κάνεις τη διαφορά. αν πάλι δε θέλεις, κανένα πρόβλημα..."

"περιμένεις πραγματικά να σε βοηθήσω μετά από όσα πέρασα εξαιτίας σου?!"

Κώστας "δεν ήμουν ο εαυτός μου. η χρήση του κρυστάλλου από λάθος χέρια έχει το κόστος της και εγώ πλήρωσα το δικό μου και στη πορεία θα ανακαλύψεις ότι δε βοηθάς εμένα, εμάς εδώ πέρα, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό και τα άτομα που αγαπάς"

δε μίλησε για λίγο

"και τι ακριβώς συμβαίνει?!"

Κώστας "κάποιος χρησιμοποιεί τους νεκρούς, τους φέρνει πίσω"

"και θέλεις να βοηθήσω να βρείτε?!"

Κώστας "ναι"

"και μόλις αυτό τελειώσει δε θα σε ξαναδώ, σωστά?!"

Κώστας "σωστά!!!"

"εντάξει τότε, θα βοηθήσω"

Κώστας "υπέροχα!! δε χαίρεσαι που γύρισες?! γιατί ξέρω ότι δε το κάνεις από το βάθος της καρδιάς σου"

"έχεις δίκιο, δε το κάνω"

Κώστας "και τι είναι αυτό που ζητάς?!"

"θέλω να μάθω τα πάντα για αυτή τη μαγεία που τόσο σας τρομάζει, βασικά θέλω να μάθω ότι έχετε να μου προσφέρετε, ακόμα και πως να εκτελώ ξόρκια"

Κώστας "μμμ, ίσως να ζητάς πολλά. εμείς μόνο την ενόραση σου χρειαζόμαστε και στη τελική βοηθάς και τον εαυτό σου"

χαμογέλασε στο Κώστα και γύρισε προς το καθρέφτη, άπλωσε το χέρι του και ο καθρέφτης έγινε χίλια κομμάτια και αυτά τα κομμάτια σκόνη.

"ξέρω ότι χάρισμα μου είναι σπάνιο, πολύ σπάνιο και χωρίς το καθρέφτη μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι έχω το μονοπώλιο. τα πάντα θα περνάνε από τα δικά μου χέρια, όλοι θα δίνουν λόγο σε εμένα"

ο Κώστας δεν απάντησε!

"λοιπόν?!"

Κώστας "όπως επιθυμείς" και το πνεύμα του εξαφανίστηκε!