Κάνω το λάθος και βάζω ένα τραγούδι στην playlist. Σκέφτομαι…
Σκέφτομαι πως θα είμαι μετά από χρόνια. Όταν η φοιτητική ζωή θα έχει τελειώσει. Όταν τους στόχους που τώρα βλέπω μεγάλους και ακατόρθωτους, θα τους έχω επιτύχει. Όταν πλέον θα έχω τελειώσει κάθε μορφής εκπαίδευση, θα παίρνω το μισθό μου, θα έχω το αυτοκίνητο και το σπίτι το δικό μου. Όταν θα έχω όσους φίλους θα έχουν μείνει και τους καινούριους που θα έχω αποκτήσει. Όταν θα έχω το σκύλο μου.
Σκέφτομαι πως θα είναι το σπίτι μου. Θα προτιμούσα μια μονοκατοικία, με αυλή και κήπο και ένα γκαράζ για το αυτοκίνητο. Μια μονοκατοικία που απέξω θα έχει πηλιορείτικο στυλ και μέσα θα είναι η προσωποποίηση του industrial τρόπου ζωής. Μέταλλο και γυαλί. Προϊόντα τεχνολογίας, gadgets, οικολογικά σχεδιασμένο. Το παλατάκι που ονειρεύομαι.
Με φαντάζομαι να φοράω μια λεπτή φόρμα και να κάθομαι στο γραφείο που θα είναι δίπλα σε ένα από τα μεγάλα παράθυρα, πάνω από σημειώσεις και βιβλία, με το σκύλο να μου γλύφει τα δάχτυλα του ποδιού παρακαλώντας για λίγες αγκαλίτσες.
Με φαντάζομαι να σηκώνομαι, να βάζω ζεστό καφέ στην παλιά την κούπα, να ανάβω τσιγάρο και να σηκώνω το ακουστικό του τηλεφώνου. Παίρνω τηλέφωνο τον (πολλά χρόνια κολλητό μου) Ά. Μαθαίνω από τον τηλεφωνητή πως έχει πάει με το (επίσης επί πολλά χρόνια) αγόρι του διακοπές. «Τις είχαν ανάγκη και οι δυο τους» σκέφτομαι και κατεβάζω το ακουστικό. Με τον καφέ στο χέρι, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το cd-player. Ακούω ένα όμορφο τραγουδάκι. Κάτι ήρεμο και με ωραίο στίχο.
Επιστρέφω πίσω στον καναπέ και παίρνω για άλλη μια φορά το ακουστικό του τηλεφώνου. Αυτή τη φορά θα ψάξω την Λ. Είμαι σίγουρος πως δε θα είναι (ως συνήθως) στην Ελλάδα, αλλά έχω ανάγκη να την ακούσω. Έχουμε καιρό να τα πούμε. …καλεί… το σηκώνει… «Μανάρι μου! Τι έκπληξη ήταν αυτή! Δυστυχώς θα πρέπει να σε αφήσω… Δεν μπορώ να μιλήσω! Είμαι σε ένα συνέδριο στο Μαρόκο με τον Jonathan (ο Άγγλο-Γερμανός σύζυγός της). Θα σε πάρω εγώ κάποια στιγμή. Σε φιλώ γλυκά»
Το ακουστικό γλιστράει επάνω στη βάση του τηλεφώνου. Κοιτάζω γύρω μου. Κοιτάζω όσα κατάφερα να αποκτήσω. Όλα όσα δούλεψα και κατάφερα να τα κάνω δικά μου. Κοιτάζω την υλική υπόσταση των κόπων μου. Κοιτάζω και αναπολώ:
…όταν ακόμα ήμουν φοιτητής ήθελα να τα αποκτήσω όλα αυτά! Διάβαζα, αλλά παράλληλα περνούσα όσο πιο καλά μπορούσα! Έβγαινα, διασκέδαζα, έκανα σεξ, έκανα τρέλες, γελούσα. Έκανα και μια-δύο προσπάθειες να ερωτευτώ, αλλά αποδείχθηκαν μια μεγάλη αποτυχία. Θυμάμαι που αναγνώριζα το πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να σε αγαπήσει και γι’ αυτό είχα ορκιστεί στον εαυτό μου πως θα αφιερωθώ στο λειτούργημά μου. Πως θα γίνω ο καλύτερος. Ελπίζοντας πως έτσι θα καλύψω τα κενά. Αλλά τότε δε φοβόμουν ακόμα! Πάντα ήταν κάποιος δίπλα μου. Γονείς, φίλοι, συμφοιτητές, παρέες, γκόμενοι… Ποτέ δεν ένιωσα μόνος! Περνούσα πολύ ωραία!
Για μια ακόμα φορά ο σκύλος μου γλύφει το πόδι και με γυρίζει πίσω στην πραγματικότητα. Κοιτάζω ξανά γύρω μου. Έχω χτίσει ένα παλάτι. Ένα σπίτι φτιαγμένο για δύο ανθρώπους. Ένα παλάτι που του λείπει ο βασιλιάς. Ακόμα και ο κρεβάτι μου είναι διπλό, αλλά κοιμάμαι μόνος. Έχω χτίσει μια ζωή, με πολύ κόπο, αλλά δεν υπάρχει κάποιος να την μοιραστώ πραγματικά.
Ρουφάω άλλη μια γουλιά από τον καφέ. Είναι πικρός. Πρώτη φορά είναι τόσο πικρός. Πάντα σκέτο τον έπινα, αλλά αυτή τη φορά είναι πιο πικρός από ποτέ! Πάντα ονειρευόμουν να ξυπνάω το πρωί, να πηγαίνω στο σαλόνι και να βλέπω το αγόρι μου, κουλουριασμένο στον καναπέ να χαζεύει τις πρωινές ειδήσεις με την κούπα του καφέ στο χέρι. Κι εγώ να κουλουριάζομαι γύρω του και να χαζεύω τα μάτια του. Και η μυρωδιά του σκέτου καφέ να δένει αυτό το σκηνικό. Να μετατρέπει αυτή τη γλυκιά ρουτίνα σε ευτυχία.
Αναπολώ ξανά… θυμάμαι τότε, όταν ήμουν νέος ακόμα, που στις βραδινές προσευχές μου παρακαλούσα για το αγόρι που θα έρθει και θα μου ζητήσει να μείνει δίπλα μου για πάντα… θυμάμαι πως φοβόμουν ότι δε θα έβρισκα ποτέ αυτό το παιδί ή κι αν το έβρισκα, δε θα ήξερα πώς να το κρατήσω… Πίνω λίγο ακόμα καφέ…
Κι όμως είναι πικρός… πιο πικρός από ποτέ…